συνεντεύξεις


Συνέντευξη στην Λιάνα Μαλανδρενιώτη Δίφωνο / Απρίλιος 2011



1. Προέρχεστε κατά κάποιον τρόπο από το λαϊκό - παραδοσιακό τραγούδι (ερμηνευτής του Θεοδωρακικού «Διόνυσου», εργασίες πάνω στη βυζαντινή μουσική, τα αρβανίτικα τραγούδια, τις συνθέσεις του Ατραΐδη κλπ.) Πόσο θάρρος απαιτούσε εκ μέρους σας να εμφανιστείτε πλέον ως δημιουργός συμφωνικής μουσικής;

    Αλήθεια, δεν έχω ιδέα από πού προέρχομαι και πού θα καταλήξω. Και πολύ μ’ αρέσει αυτό γιατί εμπεριέχει την έκπληξη· την μητέρα της δημιουργίας. Για μένα, όλα αυτά τα ‘είδη’ που αναφέρετε, τρέχουν απ’ την ίδια βρύση· είναι οι αριθμητές ενός κλάσματος με μόνιμο παρανομαστή τη μουσική. 
    Δεν χρειάζεται θάρρος να κάνεις αυτό για το οποίο είσαι προορισμένος
[–από ποιον δεν ξέρω και καλλίτερα να μην το μάθω. Όπως δεν χρειάζεται θάρρος για να αναπνεύσεις. Απλώς συμβαίνει. Και, ή μοσχομυρίζει η αναπνοή σου –μεγάλη η χαρά γι’ αυτούς που είναι απέναντί σου και δίπλα σου–, ή δυσωδών πορευόμενος σπέρνεις ‘μετανάστες’.]*
    Υπάρχει μόνον ένα ενδιάμεσο αμήχανο στάδιο μεταξύ της πρότασης της όποιας καλλιτεχνικής δημιουργίας σου στους μουσικούς που επιθυμείς και της απάντησής τους. Η αποδοχή των συνθέσεών σου από μουσικούς που θαυμάζεις λύνει αυτόν τον στιγμιαίο κόμπο σε σύμφωνη ή ευάρεστα ακουόμενη ψυχοσωματική συγχορδία.
 
[Η μη αποδοχή σε οδηγεί σε φιλοσοφικές σκέψεις και μεταφυσικές ανησυχίες. Συνελόντι ειπείν –που θα ’λεγαν οι καθαρευουσιάνοι– αυτό που μας αναλογεί, αυτό θα γίνει, σχεδόν ερήμην μας. Οπότε..]

2. Έμπνευση - παρτιτούρα - εκτέλεση: τα τρία στάδια δημιουργίας ενός συμφωνικού έργου. Θέλετε να μας αφηγηθείτε με λίγα λόγια το δικό σας πέρασμα απ’ αυτά τα στάδια;


    Για την έμπνευση δεν παίζει απάντηση. Γίνονται όλα σχεδόν μόνα τους με φορέα το φθαρτό σώμα μας. Ξεκινάει το παραμύθι με άδεια πεντάγραμμα και όταν τα γεμίζεις με αμέτρητες νότες και ήρεμος πια, γιατί σε πήρε το φιλί, διαπιστώνεις ότι δεν έχεις ιδέα πώς ολοκληρώθηκε αυτό το παραμύθι. 
  Στην παρτιτούρα το ποσοστό συμμετοχής των αισθήσεών σου για ό,τι μουσικό έχει μυρίσει το σώμα σου είναι καθοριστικό. Σκέφτεσαι ‘κάθετα’, σχεδόν αρχιτεκτονικά. Τον πρώτο λόγο έχει η ηχητική παλέτα που θα σε βοηθήσει να αποδώσεις τα χρώματα του δικού σου ήχου αλλά και τα χρώματα των συνηχήσεων των μουσικών οργάνων που έχεις επιλέξει. Μέγας βοηθός για τούτο η γνώση –η οποία οδηγεί στο ‘μπορώ’. Η γνώση του ηχοχρώματος του κάθε οργάνου σε όλη την έκτασή του. Η γνώση του τι και πως έχει γραφτεί τούτο ή το άλλο έως τώρα. Η πείρα που παγιώνεται σιγά-σιγά από ό,τι έχεις ακούσει και ακούς σε συνδυασμό με τη συνεχή μελέτη και εξάσκηση φροντίζουν για τα θεμέλια του αρχιτεκτονικού σου οικοδομήματος. Ε, αν έχεις και το χάρισμα εσύ να μετακινήσεις ένα πόντο τα μουσικά καθεστώτα, τότε…     Παίζει πολύ και η μεταφυσική. Μη σας φανεί παράξενο αλλά το πρώτο και σπουδαιότερο μάθημα σκηνοθεσίας των ήχων και των συνηχήσεων το πήρα όταν παρακολούθησα την δεκαετία του ’80 την θεατρική παράσταση με το έργο της Λούλας Αναγνωστάκη «Διαμάντια και μπλουζ». Ο μεταφυσικός λόγος της κυρίας Αναγνωστάκη για την προσωπική έκφραση του ρυθμού του κάθε όντος που αναπνέει, με βοήθησε να μάθω τον ρυθμό αυτουνού που με κατοικεί.
[
Ακούμε το ίδιο αγαπημένο έργο από δύο διαφορετικές ορχήστρες, από δύο διαφορετικούς τραγουδιστές και, σχεδόν είναι σα ν’ ακούμε διαφορετικά έργα. Τέτοιας έκτασης είναι η δημιουργική συνεισφορά των συντελεστών της εκτέλεσης ενός έργου. Αφήστε που σχεδόν παρακαλάω να μου λεν οι μουσικοί το δικό τους παραμύθι διαβάζοντας την παρτιτούρα μου. Κι αυτό γιατί μ’ αρέσει να συγχρωτίζομαι με ελεύθερα όντα –οι χαρισματικοί μουσικοί είναι εκ φύσεως ελεύθεροι.]

3. Είχατε την τύχη και την τιμή σ’ αυτό το πρώτο μεγάλο σας συνθετικό ξάνοιγμα να συνεργαστείτε με την «Εθνική Ελλάδος» της συμφωνικής μουσικής. Ειλικρινά σας γέμισε με άγχος η διευρυμένη αυτή συνεργασία, ειδικά στην πρωταρχική φάση,  ξέχωρα απ’ το όποιο αποτέλεσμα;

    Ίσα-ίσα μου εξαφάνισε το άγχος. Διότι δεν χρειαζόταν ν’ ασχοληθώ με το πώς θα παιχτεί τούτο ή τ’ άλλο. Με την Σόνια Θεοδωρίδου δεν κάναμε καμία πρόβα οι δυο μας, ούτε μιλήσαμε για το πώς και τι, εκτός από μία φράση που είπαμε πίνοντας ρακή και μιλώντας για άλλα πράγματα. Τι να πω στον Βαγγέλη Χριστόπουλο, στον Ρενάτο Ρίπο, στον Δημήτρη Κοτρωνάκη, στο Νέο Ελληνικό κουαρτέτο, στην Ουρανία και Σοφία Λαμπροπούλου, στον Σωκράτη Σινόπουλο, στον Χάρη Λαμπράκη, στον Τάκη Φαραζή, στους Βασίλη Λιαρμακόπουλο και Βαγγέλη Ζωγράφο; Πώς να παίξουν; Ήμουν παρών σε όλες τις πρόβες και στην ηχογράφηση των 2 έργων μου που έκανε ο κύριος Αλέξανδρος Μυράτ με την Καμεράτα. Παρακολουθούσα τα χέρια του και την έκφραση του προσώπου του ρίχνοντας κλεφτές ματιές στην παρτιτούρα μου. Καθ’ όλη τη διάρκεια των προβών και της ηχογράφησης ένοιωθα ότι ο κύριος Μυράτ είχε γράψει τη μουσική κι εγώ διηύθυνα –που είμαι άσχετος. Τέτοια ταύτιση. Οι χαρισματικοί μουσικοί δεν χρειάζονται οδηγίες, ένα κοίταγμα στην άψυχη και μαύρη παρτιτούρα
είναι αρκετό για να εκμαιεύσουν το ζητούμενο της μουσικής φράσης. [Τους διατάσσει το ταλέντο τους να συμβεί αυτό. Ο θαυμασμός και ο σεβασμός μου για την υψηλής αισθητικής τέχνη όλων των συντελεστών υπήρχε και πριν συνεργαστώ μαζί τους. Άρα; Χαρά και μόνον χαρά που τους άκουγα. Διπλή δε η χαρά όταν οι εκτελεστές της μουσικής σου που τους θαυμάζεις είναι και φίλοι σου.]
    [
Τους περισσότερους συντελεστές των έργων μου τους παρακολουθούμε αρκετά χρόνια και όλοι έχουμε καταγράψει τις περγαμηνές τους.] Οι αρετές τριών –σχετικά νέων μουσικών– είμαι σίγουρος ότι θα μας απασχολήσουν στο μέλλον. Η δεξιοτεχνική και η χωρίς ‘πόζα’ προσέγγιση των μουσικών φράσεων από τον κιθαριστή Δημήτρη Κοτρωνάκη, προ πάντων η μη αποδοχή από μέρους του της φράσης «δε παίζεται», τον κατατάσσει στα πηγαία –και απολύτως απαραίτητα για την εξέλιξη της εκτέλεσης της μουσικής– ταλέντα. Τα δύο νεαρότατα κορίτσια, που τυχαίνει να είναι και αδελφές, Ουρανία και Σοφία Λαμπροπούλου που ενώ ήδη δικαιούνται τον τίτλο ‘σολίστ’, ψάχνονται και ψάχνουν προς κάθε κατεύθυνση.

 
4. Η εγχώρια κριτική αγκάλιασε απ’ την πρώτη στιγμή το καινούργιο έργο σας. Πόσο πιστεύετε μες στην εποχή του απόλυτου...fast-food, ακόμη και στο χώρο της δισκογραφίας, ότι το διπλό αυτό cd διεκδικεί τη δική του νίκη στη μάχη με το χρόνο;

    Είμαι ένας από τους σύγχρονους δημιουργούς που ζει και αναπνέει τον ίδιο αέρα μαζί με άλλους τον 21ο αιώνα και δημοσιοποιεί την όποια ευαισθησία του μέσα από μουσικές συνθέσεις που προορισμό έχουν τον άλλον [–πάντα και παντού ο άλλος. Όλα γίνονται για δυο μάτια απέναντι. Χωρίς αυτά δεν έχει κανένα λόγο ύπαρξης η οποιαδήποτε δημιουργία. Χωρίς αυτά δεν έχει λόγο ύπαρξης ο έρωτας.] Ως άνθρωπος χαίρομαι –ελπίζω να μην ξιπάζομαι– για τα πολύ κολακευτικά σχόλια των κριτικών που ασχολήθηκαν με τις μουσικές μου. Ως καλλιτέχνης το μόνο που εύχομαι είναι να γίνει με τη μουσική μου αυτό που λέει ο Κωνσταντίνος Καβάφης «Να καταδεχτεί η ιστορία να τη σημειώσει».


[
5. Κώστας Καρυωτάκης, μελοποιημένος από εσάς και ερμηνευμένος από τη Σόνια Θεοδωρίδου. Τι είναι αυτό, πιστεύετε, που κάνει τον αυτόχειρα ποιητή τόσο προσιτό προς μελοποίηση από ένα σωρό συνθέτες, διαφορετικών μουσικών καταβολών, στην ίδια του τη χώρα;

    Η Σόνια Θεοδωρίδου σπαράζει με τη μοναδική φωνή και έκφρασή της τις λέξεις των ποιημάτων του Καρυωτάκη, τις λέξεις των ποιημάτων της ζωής του καθενός μας. Ποιητής για μένα είναι ο άνθρωπος-μέλισσα που, απ’ όποιο λουλούδι-άνθρωπο βρεθεί στο προγραμματισμένο από τη φύση ταξίδι της, ρουφάει το μέλι του, το κάνει λέξη-ποίημα και το επιστρέφει στον καθένα μας. Επόμενο είναι ο καθένας από μας να αναγνωρίζει κάτι δικό του στο ποίημα –άλλωστε τότε μόνον δεν έχει λόγο ύπαρξης το ποίημα; Νομίζω ότι η ποίηση του Καρυωτάκη –ο ‘Καρυωτακισμός’ ειδικότερα– ενυπάρχει σχεδόν σ’ όλους μας, είναι το ‘μαύρο’ που φέρει κάθε ύπαρξη εκ γενετής. Έτσι εξηγώ την μελοποίηση των ποιημάτων του από πολλούς Έλληνες συνθέτες –και μάλιστα επιτυχώς κατά τη γνώμη μου απ’ όλους. Ίσως να μας εξιτάρει το γεγονός ότι 'μετήλλαξε τον βίον του' με τον ίδιο τρόπο που θα θέλαμε και ’μείς αλλά δεν το τολμάμε.

 
6. Τα δύο cd κυκλοφορούν από μία μεγάλη δισκογραφική εταιρεία και αν μη τι άλλο δημιουργούν αισιοδοξία για τη θέση των πολυεθνικών αναφορικά με την υψηλή τέχνη. Πείτε μας δυο λόγια για την περιπέτεια μέχρι να εκδοθεί η εν λόγω μουσική σας.

    Και τις πολυεθνικές  άνθρωποι σαν κι εμάς τις διευθύνουν και αποφασίζουν για τούτο ή το άλλο. Άνθρωποι που ζουν ανάμεσά μας, που ερωτεύονται όπως όλοι μας, που εμπεριέχουν κι αυτοί το ‘μαύρο’ του Καρυωτάκη ή του Γκαίτε όπως όλοι μας, που έχουν φιλοδοξίες να επιτύχουν στον τομέα τους όπως όλοι μας. Κι αυτοί όπως και ’μείς μπορεί να κάνουν παραχωρήσεις γιατί αυτό απαιτούν 'αι μέριμναι του αιώνος τούτου'. Πάντα όμως κι αυτοί όπως και ’μείς γνωρίζουν πού κατοικεί το ‘σημαίνον’.
    Η περιπέτεια που ζητάτε να σας πω είναι σύντομη. Συνάντηση με τον κύριο Μυράτ στο μπαρ του Μεγάρου Μουσικής, μια πρώτη ματιά-ανάγνωση της παρτιτούρας και αμέσως προγραμματισμός της ηχογράφησης με την ΚΑΜΕΡΑΤΑ. Άμεση και θετική η ανταπόκριση στο αίτημά μου στο ΙΔΡΥΜΑ ΙΩΑΝΝΟΥ Φ. ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ για υποστήριξη. Έγιναν οι ηχογραφήσεις των 6 έργων και η πρόταση στην κα Αγγέλα Κόλλια (υπεύθυνη για την
EMI Classics στην Ελλάδα) να εκδοθούν υπό την σκέπη τους. Αγκάλιασαν τη μουσική μου και μένα και ξεκίνησε το ταξίδι.]

* Ό,τι κείμενο υπάρχει σε αγκύλες δεν δημοσιεύτηκε στο περιοδικό λόγω έλλειψης χώρου.

..........................................

Συνέντευξη στο ηλεκτρονικό περιοδικό www.e-orfeas.gr 
25 Νοεμβρίου 2010

Θανάσης Μωραΐτης: Αυτός που με κατοικεί είναι προσανατολισμένος στη σύνθεση

Κείμενο: Τάσος Π. Καραντής   

Είναι δύσκολη ή εύκολη μουσική η συμφωνική; Ποιοι την ακούν; Ποια  είναι η θέση της στο μουσικό μας τοπίο; Σε όλα αυτά τα ερωτήματα δίνει  απαντήσεις ο Θανάσης Μωραΐτης, αλλά και μιλά για τη δική του  αγαπητική σχέση με τη συμφωνική μουσική.

 Αφορμή; Το νέο του διπλό cd Εικόνες για τη θλίψη των ξανθών κοριτσιών και της Ελένης (EMI CLASSICS) που περιέχει συμφωνικά έργα του.

Συζητήσαμε, καταρχήν, γι’ αυτήν τη νέα του δουλειά, ανοιχτήκαμε όμως και μιλήσαμε για την ποίηση, τους ποιητές, τη συμφωνική τους μελοποίηση, αλλά κι ευρύτερα, όπως προανέφερα, τη συμφωνική μουσική. Δεν παρέλειψε ακόμα, ο Θανάσης Μωραΐτης να θέσει κι ερωτήματα που ταρακουνάνε, για το σημερινό κοινωνικό και πολιτιστικό μας γίγνεσθαι, καθώς και τον τρόπο ζωής μας.

Η κουβέντα μας έκλεισε με το τελευταίο ερώτημά μου, ποια μπορεί να είναι “η θλίψη των ξανθών κοριτσιών και της Ελένης” και πως μπορεί να λειτουργήσει ως σχήμα κι ουσία του τίτλου του cd του; Την απάντηση θα την βρείτε στη συνέντευξη, αλλά θα την αισθανθείτε μόνο κατά την ακρόαση του δίσκου.

Έχεις σπουδάσει βυζαντινή μουσική κι είσαι αυτοδίδακτος στην ευρωπαϊκή. Παράλληλα, είσαι πιο γνωστός, ως ερμηνευτής έργων του Θεοδωράκη και δημοτικών τραγουδιών. Πως προέκυψε η συμφωνική μουσική στο δικό σου μουσικό σύμπαν, ώστε να γεννήσει, μάλιστα, και δικά σου δημιουργήματα, όπως τα έργα σου στο διπλό CD «Εικόνες για τη θλίψη των ξανθών κοριτσιών και της Ελένης» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από την EMI CLASSICS;

    Όλοι μας γνωρίζουμε τις δραστηριότητες των δημιουργών μόνον όταν τις δημοσιοποιούν, όταν τις φέρνουν στο φως μέσω εκδόσεων, παρουσιάσεων κτλ. Μου έχει τύχει να έχω φιλικές σχέσεις με δημιουργούς, να νομίζω ότι γνωρίζω ό,τι κάνουν και να διαπιστώνω μετά από καιρό ότι κάνουν και κάτι άλλο που δεν φανταζόμουνα και, το παράδοξο, να τους καίει περισσότερο απ’ αυτό που ήξερα ότι τους καίει. Λογικό λοιπόν –σε ανθρώπινο επίπεδο– να μην γνωρίζουν οι συνάνθρωποί μου την συνθετική μου δραστηριότητα. Γιατί σε καλλιτεχνικό επίπεδο ούτε ο ίδιος την ήξερα. Φαίνεται πως, από τη στιγμή που παρατήρησα ότι αυτός που με κατοικεί είναι προσανατολισμένος στη σύνθεση, δεν είχα παρά να ακολουθήσω –άντε να κάνεις κι αλλιώς– και να αφοσιωθώ σ’ αυτήν, προσπαθώντας με συνεχή μελέτη και παρατήρηση να αποκτήσω τη γνώση, απαραίτητο ουσιαστικό συστατικό στοιχείο για το “μπορώ”.
Η συμφωνική μουσική προέκυψε όπως προέκυψαν τα απλά
τραγούδια - νανουρίσματα που προηγήθηκαν, και αρκετά άλλα έργα που δεν έχω ακόμα
δημοσιοποιήσει. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που παρουσιάζει η συμφωνική μουσική  –όσον αφορά στη μουσική φόρμα– είναι το γεγονός ότι οι δυνατότητες «ανάπτυξης» της σύνθεσης είναι πλουσιότερες και πολυεπίπεδες.
Στο 2πλό CD έχουμε έξι σύγχρονα μουσικά έργα, με διαφορετική δομή και φόρμα το κάθε έργο, με ιδιαίτερες «συζεύξεις» παραδοσιακών και συμφωνικών οργάνων («Ιστορίες της γιαγιάς θάλασσας» & «Φαγιούμ»), με απρόσμενες αρμονικές συνηχήσεις που αναβλύζουν από την διαστηματική δομή των μουσικών κλιμάκων της παραδοσιακής και βυζαντινής μουσικής, των «δρόμων – μακαμιών» των ρεμπέτικων και λαϊκών τραγουδιών και της σύγχρονης ευρωπαϊκής αρμονίας («Κουαρτέτο εγχόρδων» & «Ελεγεία για σόλο βιολοντσέλο»). Με κύριο μέλημα η ενορχήστρωση και οι μελωδικές γραμμές κάθε μουσικού οργάνου να συμβάλλουν στην απόδοση του ύφους του ποιητικού λόγου (στην απόδοση του ‘Καρυωτακισμού’ στον «Κύκλο τραγουδιών σε ποιήματα του Καρυωτάκη»). Με πολύπλοκη πολυφωνία στη γραφή των σολιστικών οργάνων και με ρυθμικές υποδιαιρέσεις των ‘κουτσών ή άλογων’ ρυθμών της παραδοσιακής μουσικής των Βαλκανίων (5/8, 8/8, 11/8 κτλ.) ώστε να αποδοθεί η πρόθεση για ‘Διονυσιακό’ ύφος στη σύνθεση («Κοντσέρτο του Άμστερνταμ»). Και όλα να συνυπάρχουν με μόνιμο παρονομαστή την ‘μελωδία’.

Στην παρουσίαση του δίσκου σου, όλοι οι ομιλητές αναρωτήθηκαν, σε ποιους απευθύνεται. Από την άλλη, εσύ ο ίδιος είπες ότι δεν υπάρχει δύσκολη κι εύκολη μουσική. Γιατί, ωστόσο, τη συμφωνική μουσική την ακούν, εν τέλει, λίγοι;

    Φαίνεται πως την ακούν εκείνοι που τους αναλογεί να ακούσουν αυτές τις μουσικές. Εκείνοι που έχουν αποφασίσει να “δοθούν”, αν θέλουν να τους “δοθεί” η όποια καλλιτεχνική δημιουργία. Όντως είναι λίγοι αυτοί που ακούν συμφωνική μουσική στην Ελλάδα. Ίσως θεωρούν ότι η συμφωνική μουσική, ως “δυτική”, είναι έξω από το πολιτιστικό κάδρο της ελληνικής κουλτούρας, άρα δεν τους αφορά. Διαπιστώνουμε όμως ότι, παρόλο που το ίδιο ισχύει για την “ραπ”, έχει κατακλυστεί η ελληνική μουσική σκηνή από αυτήν. Ίσως θεωρούν ότι η συμφωνική μουσική είναι δύσκολη.  Όλα όμως στην αρχή του ταξιδιού φαντάζουν δύσκολα. Αρκεί να κάνεις το πρώτο βήμα –“το πιο μεγάλο ταξίδι αρχίζει μ’ ένα βήμα” λέει ο ποιητής– να έχεις τ’ αυτιά σου και τα μάτια πάντα άγρυπνα, και να ποτίσεις το σώμα και την ψυχή σου με την επιθυμία να σε επισκεφτεί το “διαφορετικό”, το “έξω” από σένα, γιατί τα έργα των δημιουργών όπου γης δεν αφορούν μόνο τους σύγχρονους και τους επόμενους συντοπίτες του κάθε δημιουργού, είναι πανανθρώπινα. Όταν ξεκινούσα το ταξίδι στο χώρο της μουσικής, έτυχε να πηγαίνω με ταξί μαζί με τον μπάρμπα - Τάσο Χαλκιά για μια ηχογράφηση. Στη διαδρομή, θέλοντας να τον εντυπωσιάσω για την “ελληνικότητά μου”, τον ρώτησα αν του αρέσει η τούρκικη μουσική –θυμάμαι, χωρίς να βλέπω σε καθρέφτη, την υποτίμηση που εμπεριείχε η ερώτησή μου για την τούρκικη μουσική. Μου απάντησε ήρεμα και με γαλήνιο ύφος “όλες οι μουσικές του κόσμου καλό μου παιδί είναι ωραίες, αρκεί να παίζονται από καλούς μουσικούς”. Και οι συγκεκριμένες 6 συνθέσεις μου ευτύχησαν να εκτελεστούν από τους σημαντικότερους μουσικούς και ερμηνευτές της σύγχρονης ελληνικής μουσικής σκηνής. Παραφράζοντας το θεατρικό έργο του Λουίτζι Πιραντέλο “Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα”, θα μπορούσε το CD μου να έχει ως υπότιτλο τη φράση “έξι έργα ζητούν ακροατή που είναι πρόθυμος να ψάξει, ν’ ακούσει και να μάθει”.

Ο Αλέξανδρος Μυράτ αναφέρθηκε στη θλιβερή κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα, όσον αφορά τη συμφωνική μουσική. Τελικά είναι θέμα της μη ισότιμης προβολής της από τα ΜΜΕ, είναι κρατική αδιαφορία ή έλλειψη μουσικής παιδείας από την πλειοψηφία των ακροατών;

    Μόνο θλιβερή; Άρρωστη είναι. Κι όχι μόνο για τη συμφωνική μουσική. Για τα πάντα. Γιατί πολιτισμός δεν είναι μόνο τα έργα τέχνης. Είναι η συμπεριφορά του καθενός για το οτιδήποτε. Είναι ο τρόπος που ασκούμε το εκλογικό μας δικαίωμα, η επιλογή μας με βάση το ποιόν εκείνων που αποφασίζουμε να διαχειριστούν τη ζωή μας, το φτηνό των συναισθημάτων μας, η ανοχή του ευτελούς και εξευτελιστικού για την ύπαρξή μας.
    Ούτε η κρατική αδιαφορία φταίει (εμείς οι ίδιοι δεν είμαστε το κράτος;), ούτε η μη ισότιμη προβολή της συμφωνικής μουσικής από τα ΜΜΕ, ούτε η έλλειψη μουσικής παιδείας (δεν γράφονται οι μουσικές για να τις ακούν μόνον όσοι γνωρίζουν το θεωρητικό της υπόβαθρο). Για μένα οι άμεσα υπεύθυνοι είναι πάντα ο κάθε ένας από εμάς. Αν η οποιαδήποτε μητέρα ταΐσει το παιδί της με δηλητηριασμένο προϊόν, θα διαμαρτυρηθεί, θα φωνάξει για να υπερασπίσει την υγεία του παιδιού της. Γιατί δεν φωνάζει και δεν διαμαρτύρεται για το δηλητήριο που ενσταλάζεται στην ψυχή του παιδιού της από τις σχεδόν αποκρουστικές εκπομπές των ΜΜΕ; Γιατί δεν πετάει στα σκουπίδια αυτήν την τηλεόραση; Γιατί δεν διαμαρτύρεται για την αμορφωσιά των δασκάλων του παιδιού της; Γιατί ρέπουμε προς το φτηνό, το ευτελές; Γιατί επιτρέπουμε να νοσήσει ο νους μας; Γιατί έχουμε γίνει έρμαια, υποχείρια του φτηνού και ανελεύθεροι; Αν ο οποιοσδήποτε μας υποδείξει με ποιον και πότε θα κάνουμε έρωτα, θα το θεωρήσουμε το λιγότερο προσβλητικό για την προσωπικότητά μας και επέμβαση στην προσωπική μας ζωή. Δεν είναι το ίδιο προσβλητικό να επικαλούμαστε την “έμμεση” προτροπή των ΜΜΕ ν’ ακούσουμε αυτές τις μουσικές ή να διαβάσουμε αυτό το βιβλίο; Γιατί ακολουθούμε; Πού είναι και πως εκφράζεται η βούλησή μας, η μοναδικότητα της ύπαρξής μας;

Ανάμεσα στα έργα σου περιλαμβάνεται κι ο «Κύκλος τραγουδιών σε ποιήματα του Κώστα Καρυωτάκη». Τι ήταν αυτό που σε τράβηξε συγκεκριμένα στον Καρυωτάκη, ώστε να τον μελοποιήσεις;

    Οι Έλληνες ποιητές αγαπούν και επιθυμούν να μελοποιηθεί η ποίησή τους, σε αντίθεση με τους Γάλλους υπερρεαλιστές που είχαν πάρει διαζύγιο από τη μουσική. Έχουμε άπειρα ποιητικά έργα που αξιώθηκαν τη μουσική που τους αναλογούσε. Οι ποιητές κόβουν με υποψία μαχαιριού κάτι από το σώμα του καθενός μας, κάτι απ’ αυτό που περιέχουμε και το κάνουν λέξη - φράση που περιγράφει με σύντομο και συμπυκνωμένο τρόπο την απόλυτη τραγωδία της ύπαρξής μας. Όταν διαβάζω τους ποιητές, νοιώθω σαν να έχουν γράψει για την ασήμαντη και ταυτόχρονα τόσο σημαντική ύπαρξή μου. Χαίρομαι την αγάπη τους για μένα και ταυτόχρονα σπαράζω μαζί τους. Είναι οι γονείς μου.
    Ο ποιητικός κόσμος του Καρυωτάκη βαδίζει σκυφτός, με τα μάτια της ψυχής στο πάτωμα. Δεν καθαρίζει τη σκόνη, την χαϊδεύει, είναι μέρος του σώματός του. Φαίνεται μοιρολατρικός, αλλά είναι απολύτως πραγματικός. Παραπέμπει στη βυζαντινή “χαρμολύπη”. Νοιώθω ότι περιέχω ένα μεγάλο μέρος του ποιητικού κόσμου του Καρυωτάκη. Υποψιάζομαι ότι δεν είναι αρκετό αυτό για να προσεγγίσει μουσικά ένας συνθέτης τον ποιητή. Οφείλει να τον “μυρίσει”. Να μελετήσει ξανά και ξανά το ποιητικό έργο του, να αφουγκραστεί τον αέρα της εποχής που γράφτηκε, να αποκρυπτογραφήσει με ποιητικούς κώδικες την εσωτερική παρόρμησή του, να του δοθεί. Κάπως έτσι θα πλησιάσει τον άνθρωπο-ποίημα και σιγά-σιγά θα του αποκαλυφθούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: το χρώμα των ματιών του, η μοναδική έκφρασή του. Από κει και πέρα ο συνθέτης που θα του βάλει το ρούχο της μουσικής καθορίζει την ηχητική αρχιτεκτονική του ποιητικού σύμπαντός του –ανάλογα πάντα με το ταλέντο που αναλογεί σε κάθε συνθέτη και στο κατά πόσο πλούσιο διατηρεί το ηχητικό οπλοστάσιό του, τη γνώση του για τα μουσικά όργανα που θα χρησιμοποιήσει καθώς και τις συνηχήσεις τους μέσα από την ενορχήστρωση, τους εσωτερικούς ρυθμούς που αντιλαμβάνεται ότι ενυπάρχουν στο σώμα του ποιήματος, τη μελωδική απόδοση των συναισθημάτων που εκτοξεύονται από τις λέξεις. Το ζητούμενο βέβαια πάντα είναι: τα αισθήματα που θα εκμαιεύσει η μουσική από τον ποιητικό λόγο να αφορούν τον ακροατή έστω και κατ’ ελάχιστο.

Μίλησέ μου λίγο για το πώς κατέληξε να πάρουν σάρκα και οστά και να εκδοθούν αυτά τα έργα σου, καθώς και για τη συνεργασία σου με την Καμεράτα και τη Σόνια Θεοδωρίδου.

    Η ηχογράφηση και η έκδοση των έργων σ’ αυτό το CD οφείλεται στον Αλέξανδρο Μυράτ, στη συμπαράσταση της ΚΑΜΕΡΑΤΑ, στην ευγενική υποστήριξη του Ιδρύματος Ιωάννου Φ. Κωστόπουλου, στην αποδοχή και συμμετοχή αγαπημένων και ταλαντούχων μουσικών - τραγουδιστών, και στη μεγάλη αγκαλιά που άνοιξε σε μένα και στη μουσική μου η υπεύθυνη για την EMI Classics στην Ελλάδα Αγγέλα Κόλλια.


Πάντα είχα ιδιαίτερη και στενή αδελφική σχέση με μια τραγουδίστρια. Πρώτα ήταν η Φλέρυ Νταντωνάκη, μετά η Δόμνα Σαμίου. Εδώ και πέντε χρόνια είναι η Σόνια Θεοδωρίδου. Την θαυμάζω –βασικό ουσιαστικό στοιχείο τέτοιων σχέσεων– και την θεωρώ τη σημαντικότερη και εντελώς ιδιαίτερη λυρική τραγουδίστρια του καιρού μας.

Σκοπεύεις να παρουσιάσεις τα 6 αυτά συμφωνικά έργα σου ζωντανά, στο πλαίσιο μιας συναυλίας;

    Το θέλω πολύ, όπως κάθε δημιουργός θα το ήθελε. Είναι όμως μεγάλη παραγωγή, πολλά τα έξοδα και δεν εξαρτάται η υλοποίηση του εγχειρήματος από μένα. Το λόγο έχουν οι χορηγοί, τα φεστιβάλ, τα ιδρύματα κτλ.

Τι άλλο να περιμένουμε στο άμεσο μέλλον από τον δημιουργό Θανάση Μωραΐτη;

    Είμαι πανέτοιμος για την ηχογράφηση 2 μεγάλων παραγωγών με σκοπό φυσικά την έκδοσή τους σε CD.
α) Τον κύκλο 10 συνθέσεων - τραγουδιών σε ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη για συμφωνική ορχήστρα, μεικτή χορωδία και σολίστ την Σόνια Θεοδωρίδου και τον μπασοβαρύτονο Mourad Amirkhanian (ζει και εργάζεται στο Παρίσι). Την ηχογράφηση, πάλι με την διεύθυνση του 
Αλέξανδρου Μυράτ, σκοπεύουμε να την κάνουμε με συμφωνική ορχήστρα και χορωδία χώρας του εξωτερικού.
β) Τη Θεία Λειτουργία με τίτλο “Missa Graeca” (σε κείμενα του Ιωάννη Χρυσοστόμου και ψαλμούς του Δαυίδ) που έχω οριστικοποιήσει για μεικτή και παιδική χορωδία, κουαρτέτο σολιστών, 2 σολίστ και αφηγητή. Όλοι οι συντελεστές θα είναι από την χώρα όπου θα γίνει η πρώτη παγκόσμια εκτέλεση και ηχογράφηση.».

Ας ολοκληρώσουμε όμως αυτήν την κουβέντα μας, με τα “ξανθά κορίτσια σου και την Ελένη”. Έκανες κάποια αναφορά την ημέρα της παρουσίασης, σχετικά με τον τίτλο της νέας σου δουλειάς, αλλά, θα ήθελα να μου το πεις κι εδώ για να καταγραφεί. Πως προέκυψε ο τίτλος «Εικόνες για τη θλίψη των ξανθών κοριτσιών και της Ελένης»;

    Στο μεγαλύτερο ποσοστό των δημοτικών τραγουδιών της Ελλάδας το όνομα Ελένη είναι το πιο πολυχρησιμοποιημένο, το πιο αγαπημένο. Πριν καιρό εντυπωσιάστηκα όταν διάβασα τους στίχους ενός αρβανίτικου τραγουδιού που αναφέρεται στη Λίμνη των Ιωαννίνων και στο νησί του. Συνοπτικά η υπόθεση είναι η εξής: Νέα κορίτσια παρακαλάνε τον καϊξή να μπουν στη βάρκα του και να τις πάει απέναντι στο νησί. Ο καϊξής τους λέει ότι δεν χωράνε όλες στη βάρκα και αν μπουν σ’ αυτήν θα βουλιάξει. Τα νιάτα όμως δεν ξέρουν από φόβο, τον πιέζουν, δέχεται, βουλιάζει η βάρκα και καταλήγει το τραγούδι με το “πνίγηκαν όλα τα κορίτσια, πνίγηκε και η Ελένη του μπακάλη”. Από αυτό είναι το “σχήμα” του τίτλου του CD.

    Η ουσία του τίτλου προέρχεται από δύο διαφορετικά είδη θλίψης με τα οποία συζώ αρκετά χρόνια. Το ένα αφορά σ’ όλες τις ανόητες και αμόρφωτες ξανθές που έχουν κατακλύσει το “φαίνεσθαι” και μας πυροβολούν κάθε λεπτό με την απύθμενη βλακεία τους και το άλλο αφορά στην προσωπική τραγωδία μου, στον απόλυτο έρωτά μου για μιαν Ελένη (Λιένëζα) και στη θλίψη που έχω έκτοτε εξ αιτίας της νομοτελειακής κατάληξης του έρωτα.

Οι φωτογραφίες είναι από την εκδήλωση παρουσίασης του δίσκου στον Ιανό


                                      ************************

Συνέντευξη στον Νίκο Σαραφιανό / www.avopolis.gr, 15 Δεκεμβρίου 2009

Θανάσης Μωραΐτης: Ε, δεν θα χάσουμε και την αντρική μας υπόσταση, αν αφουγκραστούμε λιγάκι τον κόσμο της γυναίκας...

Το Avopolis Greek συνάντησε τον Θανάση Μωραΐτη με την ευκαιρία της έκδοσης της δουλειάς του Νάνι Γέλιο Μου Και Φως Μου, Άσπρο Γιασεμί Του Κόσμου, η οποία και περιέχει 17 πρωτότυπα νανουρίσματα σε σύνθεση και ενορχήστρωση του ίδιου. Από όλες τις συνεντεύξεις που έχει μέχρι τώρα εκπονήσει ο υπογράφων, αυτή εδώ τον έφερε απέναντι στον πιο παθιασμένο για τη μουσική άνθρωπο που έχει γνωρίσει ποτέ. Και το πάθος αυτό αποτελεί δημιουργική παρακαταθήκη για τις μελλοντικές δουλειές του, τις οποίες ανυπομονούμε να ακούσουμε...


Πώς προέκυψαν τα νανουρίσματα του δίσκου Νάνι Γέλιο Μου Και Φως Μου, Άσπρο Γιασεμί Του Κόσμου;  

    Από το 1992 συνεργάζομαι με τον Μάρκο Δραγούμη στο Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο Μέλπως Μερλιέ (ΜΛΑ). Φίλες μας, υποψήφιες μαμάδες, μας ζητούσαν παραδοσιακά νανουρίσματα. Στην προσπάθειά μας έτσι να τις ευχαριστήσουμε συγκεντρώσαμε περίπου 50 νανουρίσματα που υπήρχαν στο ΜΛΑ και είχαν ηχογραφηθεί από το 1930 έως το 1996 –ας αναφερθεί εδώ ότι το ΜΛΑ έχει εκδώσει 18 CD με αυθεντικές ηχογραφήσεις, οι οποίες ξεκινούν από τη δεκαετία του 1930. Έτσι, χωρίς να το έχουμε προγραμματίσει, αποφασίσαμε να εκδώσουμε ένα CD με αυτό το υλικό. Η ανάγκη της έκδοσης με οδήγησε στη μελέτη των συγκεκριμένων τραγουδιών. Και να πώς προκύπτουν τα περίεργα της τέχνης –όσα καθόλου δεν είναι προγραμματισμένα αλλά υπακούν σε κάτι που δεν ελέγχουμε. Γιατί, καθώς μελετούσα στο πιάνο τα παραδοσιακά νανουρίσματα, άρχισε να φεύγει το χέρι σε πράγματα εντελώς δικά μου. Όλα έγιναν χωρίς να έχω επίγνωση, χωρίς να το καταλάβω. Και το σημαντικότερο, χωρίς να το έχω στο μυαλό μου έστω και σαν μελλοντικό σχέδιο.

Δηλαδή, τα παραδοσιακά νανουρίσματα αποτέλεσαν τη βάση για τα δικά σας;

    Εκ των υστέρων βλέπω ότι αυτό συμβαίνει περισσότερο στους στίχους. Τρανταχτό παράδειγμα το τραγούδι “Κοιμάτ’ Ο Γιόκας Μου”, όπου χρησιμοποιώ τη στιχουργική τεχνοτροπία που γνωρίζουμε από τα οκτασύλλαβα Ναξιώτικα κοτσάκια. Στη συνολικότερη μουσική σύνθεση, πέρα από τις κλίμακες οι οποίες χρησιμοποιούνται κατά κόρον και στη βυζαντινή μουσική αλλά και στα δημοτικά και ρεμπέτικα τραγούδια, υπάρχουν και τρεις εντελώς ιδιαίτερες μουσικές στιγμές που, απ’ ό,τι γνωρίζω, δεν υπάρχουν στα παραδοσιακά νανουρίσματα. Πρόκειται για το “Κοιμήσου Στα Τραντάφυλλα” στο οποίο χρησιμοποιώ την πεντάτονη ανημιτόνια ηπειρώτικη κλίμακα με την ιδιαίτερη πολυφωνία (δεν υπάρχει νανούρισμα σ’ αυτήν την κλίμακα ούτε καν στην Ήπειρο), το “Σιγανά Κι Αγάλι-Αγάλι” σε λύδιο και φρύγιο χρωματικό τρόπο και το “Έχει Ο Μάης Ομορφιές” που κινείται στην εξάτονη κλίμακα του Ντεμπυσσύ (ούτε σ’ αυτές τις κλίμακες υπάρχουν παραδοσιακά νανουρίσματα). Με δεδομένο ότι τα νανουρίσματα της παράδοσης τραγουδιόντουσαν χωρίς όργανα, η συνολική συνθετική σύλληψη –έτσι όπως αποτυπώθηκε στο άλμπουμ– είναι από μόνη της πρόταση ενός σύγχρονου δημιουργού, ο οποίος θέλησε να ευαισθητοποιήσει τις σύγχρονες μητέρες μέσα από το «ηχητικό φάσμα» της εποχής του.


Λυδία Κονιόρδου, Μαρία Δημητριάδη, Τάκης Φαραζής, Θανάσης Μωραΐτης 
(στο στούντιο Action, 2004)

Εσείς κάνατε και την ενορχήστρωση;

    Θεωρώ την επιλογή των μουσικών οργάνων, της συνήχησης και της συνύπαρξής τους ως αναπόσπαστο μέρος της δουλειάς του συνθέτη. Η χρήση λαϊκών και παραδοσιακών κλιμάκων με οδήγησε σε ιδιαίτερους αρμονικούς δρόμους και το τελικό αποτέλεσμα με ικανοποιεί τόσο, ώστε ήδη έχω δρομολογήσει και άλλες μορφές σύνθεσης βασισμένες σ’ αυτούς. Πρόσφατα ηχογράφησα το κουαρτέτο αρ. 1, σε χρωματικούς ήχους, με το Νέο Ελληνικό Κουαρτέτο –ένα έργο για σαντούρι, τσέμπαλο, βιολοντσέλο και κοντραμπάσο, κι άλλο ένα για κανονάκι, πολίτικη λύρα, νέι, βιολοντσέλο και κοντραμπάσο– τα οποία θα συμπεριληφθούν σε διπλό CD με άλλα δύο έργα μου, ηχογραφημένα από την Καμεράτα υπό τη διεύθυνση του Αλέξανδρου Μυράτ.

Παρατηρώ ότι αναμειγνύετε όργανα διαφορετικής παράδοσης, και μου έρχονται κατά νου οι δουλειές του Νίκου Κυπουργού...

    Όλα τα μουσικά όργανα, όπως και το σώμα του κάθε όντος που αναπνέει, εμπεριέχουν και εκφράζουν με τον ήχο τους τη δική τους μοναδική φιλοσοφική και μεταφυσική αντίληψη για την τέχνη, δηλαδή τη ζωή. Χρέος του κάθε δημιουργού είναι λοιπόν να τα αγγίξει, να τα μυρίσει και να τα μελετήσει όχι μόνο θεωρητικά αλλά προπάντων τη στιγμή που ερωτοτροπούν ηχητικά με άλλα όργανα, φαινομενικά ασύνδετα. Η φαντασία και η ικανότητα του δημιουργού είναι απαραίτητα όπλα για το προξενιό!

Είστε αυτοδίδακτος στη μουσική;

    Το μόνο που κάνουν οι περισσότεροι ιδιοκτήτες Ωδείων είναι να μετράνε κεφάλια. Δεν έχουν καμιά πρεμούρα να μάθουν μουσική οι υποψήφιοι μουσικοί. Πόσοι άραγε από τους αποφοιτήσαντες των ωδείων γίνονται μουσικοί μετά; Ελάχιστοι. Έμαθα μόνος μου μουσική, εκτός από τη βυζαντινή που την έμαθα κοντά στον αγαπημένο μας δάσκαλο και Πρωτοψάλτη Σπύρο Περιστέρη. Ώρες ατέλειωτης μελέτης, η οποία ακόμα συνεχίζεται. Μοναδικό μου κίνητρο η επιθυμία να μάθω. Κι είναι αυτή η επιθυμία που σε φέρνει σε επαφή με σύγχρονα συγγράμματα περί μουσικής, που ούτε καν γνωρίζουν οι υπεύθυνοι των Ωδείων. Πτυχίο-κορνίζα, γνώση-κονσέρβα...

Τα νανουρίσματά σας είναι διαποτισμένα από έναν αγνό ερωτισμό...

    Τα μόνα τραγούδια που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ερωτικά είναι τα νανουρίσματα, καθώς περιγράφουν και αποτυπώνουν μια σχέση χωρίς συμφέροντα και υστεροβουλίες. Όλες οι άλλες σχέσεις είναι συμφεροντολογικές.

Πώς βλέπετε τα δισκογραφικά πράγματα σήμερα;

    Μέχρι και πριν από πέντε χρόνια το παιχνίδι το έλεγχαν οι δισκογραφικές εταιρείες. Σήμερα το ελέγχουν οι εφημερίδες και τα περιοδικά. Τι να πω; Μού ’ρχεται η φράση από στίχο του Διονύση Σαββόπουλου «Φταίνε τα τραγούδια του / φταίει κι ο λυράρης / μα φταίει κι ο ίδιος ο λαός γιατ’ είναι μαραζιάρης».

Μήπως, ούτως ή άλλως, καταργείται και ίδια η έννοια του άλμπουμ, μήπως όλα περνούν στο διαδίκτυο;

    Μάλλον προς τα εκεί πάμε. Ο καθείς θα έχει το μαγαζάκι του και τον προσωπικό του πάγκο. Μόνον να οργανωθεί λίγο και το παντοτινό και ακανθώδες θέμα των πνευματικών δικαιωμάτων των δημιουργών.

 Τραγουδάτε;

    Ίσως χόρτασα από τα ελάχιστα που έχω τραγουδήσει, ίσως να μην μπορώ να ακολουθήσω το κλίμα του καιρού, ίσως να με απασχολούσε η σύνθεση και να μην το είχα συνειδητοποιήσει, ίσως αυτό μου αναλογεί. Ποιος ξέρει; Μπορώ να πω μόνο ότι, όπως και για την ερωτική συντροφιά, έτσι και για το τραγούδι, διαβάζω το σώμα μου. Και αν διατάξει, υπακούω. Ο μόνος λόγος να τραγουδήσω είναι να με παθιάσει μια συνεργασία. Αυτό, τον τελευταίο καιρό έχει συμβεί με τους Mode Plagal μόνο.


Θανάσης Μωραΐτης, Μίκης Θεοδωράκης, Μάνος Χατζιδάκις, Δημήτρης Ράνιος 
(στο στούντιο
Sierra, για την ηχογράφηση του Διόνυσου, 1984)

Και στην τελευταία σας δουλειά τραγουδάτε μόνο ένα νανούρισμα.

    Φοβόμουν ότι δεν το έχω... Πιστεύω ότι το νανούρισμα βρίσκεται πιο κοντά στη φύση της γυναίκας.

Ξέρετε, με συγκίνησε βαθιά αυτή η δουλειά, γιατί μου αρέσει πάρα πολύ να κοιμίζω την κόρη μου, ειδικότερα όταν ήταν μικρότερη, πότε τραγουδώντας, πότε με το πιάνο…

    Μ’ αρέσουν οι άντρες που αντιλαμβάνονται κάτι από την ευαισθησία της γυναίκας. Να ένας καθοριστικός παράγοντας για να ξενοικιάσεις το σπίτι της βλακώδους φαλλοκρατίας. Δεν μπορώ να διανοηθώ έναν άντρα χωρίς αυτή την ευαισθησία. Χρωστάμε στις γυναίκες ευγνωμοσύνη, γιατί χάρη σε αυτές υπάρχουμε. Ε, δεν θα χάσουμε και την αντρική μας υπόσταση, αν αφουγκραστούμε λιγάκι τον κόσμο της γυναίκας, που κυοφορεί τα καινούργια μάτια.

Εντύπωση μου έκανε η συμμετοχή της Λυδίας Κονιόρδου.

    Υπήρξε μαθήτριά μου για ένα διάστημα στη βυζαντινή μουσική, και εδώ και 20 χρόνια έχουμε στενή συνεργασία. Νομίζω ότι γνωρίζω καλά τη φωνή της και τις δυνατότητές της. Έχει τραγουδήσει αρκετά παραδοσιακά τραγούδια στα CD του ΜΛΑ. Και στο Νάνι Γέλιο Μου Και Φως Μου, Άσπρο Γιασεμί Του Κόσμου τραγούδησε μοναδικά δύο νανουρίσματα, όπως μοναδικά τραγούδησαν με τις υπέροχες φωνές τους και η Σόνια Θεοδωρίδου, η Νένα Βενετσάνου και η Μαρία Δημητριάδη.

Τη θεωρείτε υπεύθυνη για πολλά πράγματα την τηλεόραση;

    Τη θεωρώ ελεεινή και τρισάθλια. Ασχολείται με το ευτελές. Αδυνατεί ή δεν θέλουν οι υπεύθυνοι να σημειώσουν το σημαίνον. Ανυπαρξία εκπομπών μουσικής και πολιτισμού. Οι μόνες που θα μπορούσα να χαρακτηρίσω εκπομπές πολιτισμού, είναι 2-3 εκπομπές μαγειρικής που οι παρουσιαστές τους διαθέτουν υψηλό δείκτη αισθητικής. Η παρουσίαση διαφορετικών ειδών φαγητών από όλες τις γωνιές της Ελλάδας, η ιδιαιτερότητα των νοητών γεύσεων και η διάνθισή τους με την ιστορία του κάθε τόπου, αποτελούν άριστα υλικά για τη δημιουργία μιας νέας κουζίνας. Να μια ιδέα για μουσικές εκπομπές στην τηλεόραση. Κάπως έτσι θα μπορούσε να προκύψει ένα νέο είδος μουσικής. Γιατί υπέροχες –με τη σειρά τους– είναι και όλες οι μουσικές. Θυμάμαι τι μου είχε πει ο Τάσος Χαλκιάς, όταν τον ρώτησα με επιτιμητικό τρόπο αν του άρεσε η τούρκικη μουσική: «Όλες οι μουσικές είναι ωραίες παιδί μου, αρκεί να παίζονται από καλούς μουσικούς».

Για να επιστρέψουμε στα ελληνικά πράγματα, δεν βρίσκετε ότι στην Ελλάδα υπάρχει δικτατορία του τραγουδιού;

    Έως ένα μεγάλο βαθμό απολύτως δικαιολογημένο, γιατί η παράδοση του τραγουδιού στη χώρα μας, από τη σύσταση του ελληνικού έθνους, είναι πολύ ισχυρή και συνδεδεμένη με όλες τις στιγμές της ζωής μας. Το υπόστρωμα πολιτισμού του Έλληνα δεν εμπεριέχει στον ίδιο βαθμό την κλασική μουσική ή την όπερα (έτσι όπως δημιουργήθηκε στη λεγόμενη Δύση), ως εκ τούτου μας είναι κάπως ξένο ρούχο. Δεν με πειράζει η «δικτατορία» του τραγουδιού, θα χαιρόμουν όμως αν δινόταν βήμα και στους Έλληνες δημιουργούς συμφωνικής ή σύγχρονης μουσικής και πολύ περισσότερο, αν οι Έλληνες άκουγαν, έστω και κάποιες στιγμές, αυτές τις μουσικές ως διάλειμμα από τα τραγούδια. Πιστεύω ότι, αν γινόταν, θα δημιουργούσε στους συνθέτες ένα επιπλέον κίνητρο. Ας ελπίσουμε ότι η «καλή» παγκοσμιοποίηση θα φροντίσει γι’ αυτό.

*************************************


Συνέντευξη που δόθηκε στον Αλέξη Βάκη για το περιοδικό Δίφωνο, τεύχος 162, Ιούνιος 2009 


                                           

Σιγανά κι αγαλινά

Ο ΠΡΩΗΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ, Ο ΝΥΝ ΣΥΝΘΕΤΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑΤΑ

του Αλέξη Βάκη

Τον μάθαμε το 1985 όταν τραγούδησε στο Διόνυσο του Μίκη Θεοδωράκη, αυτή η πρωτοφανέρωτη «μεταλλική» φωνή του ήταν για όλους ένα μεγάλο ξάφνιασμα. Δυο χρόνια αργότερα ακολούθησαν οι δίσκοι Τα Πρόσωπα Του Ήλιου και Μνήμη Της Πέτρας, που τον επέβαλαν οριστικά ως τον τελευταίο σημαντικό ερμηνευτή του Θεοδωράκη. Μετά από κάποιους ακόμα δίσκους εξαφανίστηκε από το προσκήνιο, για να επανέλθει το 2002 με την Ανθολογία αρβανίτικων τραγουδιών της Ελλάδας (βιβλίο, που συνοδεύεται από CD, όπου καταγράφονται σε νότες 152 τραγούδια με ιστορικές, γλωσσολογικές, μουσικολογικές, προσωδιακές και μετρικές αναλύσεις), που πήρε εξαιρετικές κριτικές. Και πάνω που είχαμε χάσει εκ νέου τα ίχνη του, το 2005 εμφανίστηκε ως συνθέτης στο μουσικό λεύκωμα με εικαστικά και λογοτεχνικά έργα Νάνι Τ’ Άνθι Των Ανθώ, όπου τραγουδούσαν η Νένα Βενετσάνου, η Μαρία Δημητριάδη, η Σόνια Θεοδωρίδου και η Λυδία Κονιόρδου (ας σημειωθεί πως πρόκειται για την τελευταία ηχογράφηση της Μαρίας Δημητριάδη).
Ο κύκλος αυτός με 17 σύγχρονα νανουρίσματα κυκλοφόρησε πρόσφατα και σε ξεχωριστό
CD, με τίτλο Νάνι, γέλιο μου και φως μου, άσπρο γιασεμί του κόσμου. Ήταν βεβαίως μια καλή αφορμή για να βρεθούμε από κοντά και να τα πούμε:


Θανάση, μέχρι τώρα σε ήξερα ως τραγουδιστή ρεπερτορίου. Την πλευρά σου ως συνθέτη και ενορχηστρωτή ομολογώ πως την αγνοούσα. Και μάλιστα μου έκανε μεγάλη εντύπωση που πρωτοεμφανίζεσαι ως μουσικός δημιουργός με νανουρίσματα.

Όντως, είναι η πρώτη φορά που σκάω μύτη ως συνθέτης. Αυτό έγινε πράξη μετά από πολλά χρόνια μελέτης όμως. Έχω γράψει μέχρι τώρα αρκετά πράγματα, τα οποία ελπίζω, όπως όλοι οι συνθέτες, σιγά-σιγά να δουν το φως του ήλιου. Τα νανουρίσματα ήταν η πρώτη μου δουλειά, που κυκλοφόρησε το 2005 από τις εκδόσεις Ίνδικτος, σε ένα λεύκωμα που συνδύαζε τη μουσική, τα εικαστικά και τη λογοτεχνία για να υμνήσει τη μητέρα. Το λεύκωμα περιελάμβανε επίσης έργα 15 ελλήνων ζωγράφων (Τσόκλης, Καράς, Βερούκας κ.ά), όπως και 17 κείμενα λογοτεχνών εμπνευσμένα απ’ αυτό το θέμα. Μου έδωσαν καινούργια κείμενά τους ο Κώστας Μουρσελάς, η Κική Δημουλά, ο Σωτήρης Δημητρίου κ.ά. Η Ιουλίτα Ηλιοπούλου μου χάρισε ένα απόσπασμα από ποίημα του Ελύτη κτλ. Το CD που κυκλοφόρησε και αυτόνομα τώρα από τη Lyra, περιλαμβάνει τις ίδιες ακριβώς ηχογραφήσεις που υπήρχαν στην πρώτη έκδοση, συν μία επιπλέον με τη Σόνια Θεοδωρίδου.

 Πως σου δημιουργήθηκε η ιδέα να φτιάξεις σύγχρονα νανουρίσματα και πως τα αντιμετώπισες από μουσική άποψη; Γιατί η δουλειά σου έχει έναν αρκετά λόγιο χαρακτήρα, αν ερμηνεύω σωστά τις προθέσεις σου.

Η ιδέα γεννήθηκε ως εξής: Συνεργάζομαι με τον Μάρκο Δραγούμη στο Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο Μέλπως Μερλιέ του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών και το 2003 κάναμε ένα CD με αυθεντικά νανουρίσματα, με ηχογραφήσεις από το 1930 και μετά. Αυτό το CD έγινε γιατί πολλές φίλες μας που είχαν γίνει μητέρες ψάχνανε να βρούνε παραδοσιακά νανουρίσματα για να νανουρίσουν τα παιδιά τους. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, υπήρχαν ελάχιστα, μεμονωμένα νανουρίσματα, δεν υπήρχε ένας ολοκληρωμένος δίσκος. Ακόμα και σ' αυτόν που είχε κάνει παλιότερα ο Νίκος Κυπουργός με τη Σαβίνα Γιαννάτου, μερικά προέρχονταν από το Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο, τα είχε πάρει ο Νίκος και τα διασκεύασε. Όταν είναι να βγει ένας δίσκος με κάποια συγκεκριμένη θεματική ενότητα, αναγκάζεσαι να μελετήσεις το υλικό σου, για να ξέρεις τι θα γράψεις στο κείμενο κτλ. Επειδή λοιπόν επιμελήθηκα την έκδοση αυτή, μαζί με τον Δραγούμη, είχα μαζέψει όλα τα παραδοσιακά νανουρίσματα που υπήρχαν. Και ανακάλυψα καθώς τα μελετούσα, ότι μου έβγαιναν στο πιάνο διάφορες παρεμφερείς μελωδίες, δημιουργήθηκαν χωρίς να το καταλάβω δικά μου πράγματα. Μιας και το ανέφερες όμως, πρέπει να σου πω πως οι στίχοι δεν είναι καθόλου λόγιοι. Έχω «πατήσει» εντελώς πάνω στους παραδοσιακούς στίχους, που τους ξέρω καλά πια, εφόσον ασχολήθηκα με το θέμα. 

Κατά τη γνώμη μου, το ιδιαίτερο ενδιαφέρον αυτής της δουλειάς έγκειται κυρίως στη  λόγια αντιμετώπιση αυτού του λαϊκογενούς μουσικού «είδους».

Ζω το 2009. Οπότε ήθελα να δω πως μπορώ να διαχειριστώ σήμερα μία, ας πούμε, συνέχεια των παραδοσιακών νανουρισμάτων, τουλάχιστον σε ότι αφορά στους στίχους. Γιατί ως προς τις μελωδικές γραμμές, μου άρεσε πολύ η ιδέα να χρησιμοποιήσω τους λαϊκούς δρόμους, που μερικοί δεν χρησιμοποιούνται πια ούτε καν στα λαϊκά τραγούδια, όπως π.χ. το σεγκιάχ. Επάνω λοιπόν σ’ αυτές τις κλίμακες, εναρμόνισα με τον τρόπο που είχα φανταστεί και λαμβάνοντας υπόψη μου τα συγκεκριμένα όργανα και τους μουσικούς που θα έπαιζαν στην ηχογράφηση, αυτούς τους καταπληκτικούς μουσικούς. Ως προς τον στόχο που έγινε όλο αυτό το πράγμα, μόνο εκ των υστέρων μπορώ να πω γι’ αυτόν, γιατί δεν μπορείς να ερμηνεύσεις κάτι τη στιγμή που συμβαίνει, παρά μόνον μετά. Όπως και στον έρωτα, όσο υπάρχει δεν ξέρεις τι γίνεται, όταν τελειώνει τότε τον αναλύεις, καταλαβαίνεις τι είχε γίνει. Έτσι γίνεται και με τη δημιουργία, λες «αυτό τώρα από πού ήρθε;», αλλά εν πάση περιπτώσει το ακολουθείς και σε βγάζει κάπου. Εκ των υστέρων λοιπόν, θεωρώ ότι όλο αυτό το πράγμα ήταν ένα κίνητρο για τις νέες μητέρες. Που σήμερα γνωρίζουμε καλά πως όχι μόνο δεν νανουρίζουν τα παιδιά τους αλλά ούτε καν τα κρατάνε. Άλλων εθνικοτήτων γυναίκες κρατάνε πια τα παιδιά. Ήθελα να δώσω ένα κίνητρο μήπως ακούγοντας σύγχρονα νανουρίσματα από αγαπημένες φωνές καταφέρω μ’ αυτό το CD και τσιμπήσει καμιά γυναίκα. Στο κάτω-κάτω δεν χρησιμοποίησα καμιά τρομερά πολύπλοκη μουσική φόρμα, απλά τραγούδια είναι. Αν τσιμπήσει έστω και μία θα είναι κέρδος. Θα μου πεις «τι σε κόφτει, εσένα θα νανουρίσει;» (γέλια) Όχι, αλλά επειδή δεν με νανούρισε η μάνα μου, λέω μπας και….

Πολύ αιθεροβάμονα σε ακούω πάντως, περισσότερο σαν «όνειρο θερινής νυκτός» μου φαίνεται αυτή σου η φιλοδοξία.

Εντελώς. Αλλά η πρόθεση δεν συμβαδίζει πάντα με την απήχηση. Γνωρίζοντας πολύ καλά πως οι κοινωνικές συνθήκες σήμερα είναι τελείως αντίξοες για κάτι τέτοιο, απλώς ήθελα να το κάνω και το έκανα.

Εμένα με νανούριζε η μητέρα μου με το …πικάπ. Βάζοντάς μου Μότσαρτ, Θεοδωράκη και Χατζιδάκι.

Ο Θεοδωράκης έχει γράψει ένα υπέροχο νανούρισμα, το Κοιμήσου Αγγελούδι μου. Όπως και ο Χατζιδάκις, στο Ματωμένο Γάμο. Πολλοί συνθέτες έχουν γράψει νανουρίσματα, αλλά μεμονωμένα. Είναι η πρώτη φορά που βγαίνει ένας δίσκος μόνο με νανουρίσματα, είμαι πολύ χαρούμενος γι’ αυτό. Είμαι επίσης χαρούμενος γιατί ανάμεσα στις συνθέσεις μου υπάρχουν τρία νανουρίσματα εντελώς ιδιαίτερα και σχεδόν σπάνια στην ελληνική μουσική όσον αφορά στις κλίμακες. Υπάρχει δηλαδή ένα που είναι γραμμένο στην πεντάτονη ανημιτόνια κλίμακα των Ηπειρώτικων τραγουδιών με την ιδιαίτερη πολυφωνική τους γραφή, που εδώ παρουσιάζεται από την Σόνια Θεοδωρίδου συνοδεία πολυφωνικής ομάδας με επικεφαλής τον Ηπειρώτη συνθέτη Νίκο Τάτση. (Με την ευκαιρία, να σου πω ότι δεν υπάρχει παραδοσιακό πολυφωνικό νανούρισμα στην Ήπειρο). Επίσης, υπάρχει ένα νανούρισμα σε Λύδιο και Φρύγιο χρωματικό τρόπο, που η μελωδική συμπεριφορά του παραπέμπει στο ύφος της αρχαίας ελληνικής μουσικής, έτσι όπως «παγιώθηκε» από την έως τώρα έρευνα. Και άλλο ένα που είναι γραμμένο στην εξάτονη ανημιτόνια κλίμακα, γνωστή και ως κλίμακα του Ντεμπισί. Να σημειωθεί ότι η έρευνα έχει εντοπίσει μόνο ένα παραδοσιακό τραγούδι από τα Δωδεκάνησα σ’ αυτήν την κλίμακα..

Χρησιμοποίησες επανειλημμένα στη συζήτηση τον όρο «συνθέτης». Τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιείται συχνά η λέξη «τραγουδοποιός», που τείνει και να επικρατήσει. Αυτές οι δύο έννοιες είναι ταυτόσημες; Ιδίως όταν, σήμερα, το 99% της μουσικής που ακούγεται γύρω μας είναι τραγούδια.

Άλλο ο συνθέτης, άλλο ο τραγουδοποιός, έχει μεγάλη διαφορά. Υπάρχουν τραγουδοποιοί που γράφουν πολύ όμορφα τραγούδια επειδή παίζουν ένα όργανο. Υπάρχουν καταπληκτικοί τέτοιοι, που μάλιστα -προς τιμήν τους- το λένε και οι ίδιοι. Έχω ακούσει π.χ. το Λαυρέντη Μαχαιρίτσα (που γράφει πολύ ωραία τραγούδια και μου αρέσει και σαν τραγουδιστής πολύ) να λέει «παιδιά, μη με βάζετε στην κατηγορία των συνθετών. Επειδή γράφουμε και οι δύο τραγούδια, δεν είμαστε το ίδιο με το Θεοδωράκη». Ένας συνθέτης μπορεί να γράψει για θέατρο, για κινηματογράφο, για μπαλέτο κτλ. Ένας απλός τραγουδοποιός μπορεί να το κάνει; Και εννοώ μόνος του. Γιατί με συνεργάτες φυσικά και μπορεί να γίνει.

 Αυτό είναι που διαφοροποιεί τελικά τον τραγουδοποιό από τον συνθέτη;

Πιστεύω πως το σπουδαιότερο στη σύνθεση είναι η ενορχήστρωση και η ηχητική επεξεργασία στην οποία υποβάλλεις τη συγκεκριμένη μελωδική γραμμή.

Αν όμως ένας τραγουδοποιός, που δεν έχει τις γνώσεις ώστε να ενορχηστρώσει ο ίδιος τα τραγούδια του, πάρει έναν τρίτο για να του τα ενορχηστρώσει, δεν μπορούμε ούτε τότε –έστω και εμμέσως να τον χαρακτηρίσουμε συνθέτη;

Όχι. Διότι είναι σαν να ερωτεύεσαι μέσω άλλου, σαν να κάνει κάποιος έρωτα για σένα. Όταν μου έρχεται μια μελωδική ιδέα, την ίδια στιγμή σκέφτομαι και κάθετα, δηλαδή την αρμονία της, αλλά και πως θα μπορούσα να την συνδυάσω με κάποιο όργανο. Αυτό είναι μια διαδικασία στην οποία μπορεί να μπει μόνο ένας συνθέτης. Και τώρα που μιλάμε ακόμα, μπορώ να σου φτιάξω μια μελωδία. Δεν νομίζω όμως ότι λέγομαι συνθέτης αν την πάρεις εσύ και την ενορχηστρώσεις. Είναι πολύ βασικό για μένα η συνήχηση των οργάνων, ποιο όργανο θα μπει σε ποιο σημείο, όλα αυτά. Αν τώρα, συνοδοιπορούντα αυτά τα δύο, έχουν ένα καλό αποτέλεσμα, είναι ευτυχία τόσο γι’ αυτόν που το γράφει όσο και γι’ αυτόν που τ’ ακούει. Υπάρχουν πάντως περιπτώσεις που όταν κάποιος ενορχηστρώνει κάτι, αυτό να είναι σημαντικότερο και από την ίδια τη σύνθεση. Και επικαλούμαι τους Πίνακες Από Μια Έκθεση του Μουσόργκσκυ με την ενορχήστρωση του Ραβέλ. Αν και τέτοια παραδείγματα σπανίζουν. Από την άλλη μεριά βέβαια, υπάρχει και ο Τσιτσάνης π.χ. Ο οποίος δεν είχε σπουδάσει μουσική, δεν ήξερε να κάνει ενορχήστρωση, όμως αυτό που ακούμε είναι συγκλονιστικό. 

Είναι απίστευτο που όλα αυτά μου τα λες –και τα κάνεις πράξη κιόλας εσύ, που δεν έχεις πατήσει ποτέ το πόδι σου σε Ωδείο.

Δεν το πάτησα. Είχα απέχθεια για τα Ωδεία γιατί ήταν τραυματική η πρώτη μου εμπειρία: είχα μάθημα αρμονίας και μου είχε πει ο δάσκαλος να πάω πέντε με έξι. Πέντε παρά πέντε ήμουν εκεί, αλλά μαζί μ’ εμένα ήταν άλλοι είκοσι. Εγώ δεν ήξερα φυσικά ότι είχε πει και σ’ αυτούς να πάνε πέντε με έξι. Μπήκα λοιπόν στις πέντε η ώρα μέσα, αυτός περιορίστηκε να μου πει τι να διαβάσω για το επόμενο μάθημα και με έδιωξε. Εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκα πάρα πολύ άσχημα και είπα ότι θα κάτσω να μάθω μόνος μου.

 Πως μαθαίνει κανείς μόνος του;

Μελετώντας αμέτρητες ώρες, ακούγοντας και ψάχνοντας. Από ένα σημείο και μετά αρχίζεις να διαβάζεις νότες, παρακολουθείς την παρτιτούρα, συγκρίνεις ενορχηστρώσεις, διαβάζεις εξειδικευμένα βιβλία, όλα αυτά. Σιγά- σιγά, αποκτάς την πολυπόθητη εμπειρία. Η μάθηση είναι βέβαια μια διαδικασία που ποτέ δεν τελειώνει, ακόμα και τώρα.

 Τόση ώρα πάντως, μου μιλάς με την ψυχολογία του συνθέτη, ενώ όλη η Ελλάδα σε ξέρει σαν τον τραγουδιστή που ερμήνευσε τους μεγάλους Έλληνες συνθέτες.

Με τα χρόνια που πέρασαν, κατάλαβα μερικά πράγματα: πριν απ’ όλα, για τη φωνή του δεν μπορεί να υπερηφανευτεί κανείς, γιατί μ’ αυτήν γεννήθηκε. Εγώ έκανα ότι έκανα ως τραγουδιστής, πλέον δεν με ενδιαφέρει να το συνεχίσω. Εκτός πια κι αν πρόκειται για κάτι που είναι πάνω από τις δυνάμεις μου να το αρνηθώ. Αυτό θα το κάνω και θα το χαρώ πολύ. Δεν έχω όμως κανένα λόγο να τραγουδάω για να βγάλω χρήμα, να γίνω φίρμα και να μπω εξώφυλλο στο CD. Δεν κατηγορώ αυτούς που το κάνουνε, αλλά εγώ δεν νιώθω έτσι. Από τότε που άρχισα να μελετάω σε βάθος τη μουσική, προσπάθησα να καταλάβω τι ακριβώς θέλει να κάνει αυτός που με κατοικεί. Είναι όπως τότε που δεν μπορείς να αντισταθείς στον έρωτα όταν έρχεται, τότε που σε παίρνει και σε σηκώνει. Από τη στιγμή που ανακάλυψα ότι αυτός που με κατοικεί είναι πια προσανατολισμένος στη σύνθεση, ακολουθώ. Τι θα γίνει τελικά, δεν έχω ιδέα….. 

                                                ***********************

Συνέντευξη στον Τάσο Καραντή για www.e-orfeas.gr, 2009

Θανάσης Μωραΐτης: «Η σχέση μου με τη μουσική είναι όπως της χελώνας με το καβούκι της»

Κείμενο: Τάσος Π. Καραντής

Τον Θανάση Μωραΐτη τον πρωτόμαθα, ως τραγουδιστή του Θεοδωράκη, σε μια σειρά έργων του, αλλά είχα την τύχη και την τιμή να τον γνωρίσω και προσωπικά –εδώ και μια 20ετία– λόγω της κοινής μας αρβανίτικης καταγωγής και της ενασχόλησής μας (πιο ενεργά και δημιουργικά αυτός, πιο δημοσιογραφικά εγώ) με την λαϊκή μας παράδοση. Έχουμε, μάλιστα, συνεργαστεί, στο παρελθόν, εγώ συνδράμοντας, μ’ ένα κείμενό μου το βιβλίο-cd του «Ανθολογία Αρβανίτικων τραγουδιών της Ελλάδας» (2002) κι αυτός τραγουδώντας, πριν χρόνια, ζωντανά το –ανέκδοτο– τραγούδι του στιχουργού Νίκου Μάθεση «Τα μπουζούκια» (χασάπικο –σε μουσική Μάρκου Δραγούμη), στην παρουσίαση του –εξαντλημένου πια– βιβλίου μου για το Νίκο τον Τρελάκια «Νίκος Μάθεσης – ο θρυλικός Τρελάκιας του ρεμπέτικου» (1999).
    Όσα θα διαβάσετε στη συνέντευξη που ακολουθεί αποτελούν θέματα που τα συζητούσαμε χρόνια κατ’ ιδίαν, είτε τηλεφωνικά, είτε σε επισκέψεις μου στο σπίτι του στην Πλάκα. Πάντα, όμως, έψαχνα μια ευκαιρία οι «σκόρπιες» αυτές κουβέντες μας, να μπουν σε μια σειρά και να πάρουν τη μορφή μιας συνέντευξης. Την καλή αυτή αφορμή την έδωσε, πρόσφατα, η έκδοση του νέου του
cd με νανουρίσματα Νάνι γέλιο μου και φως μου, άσπρο γιασεμί του κόσμου (LYRA, 2009) κι έτσι ξανακουβεντιάσαμε, αυτή τη φορά, εφ’ όλης της ύλης, για τις ανάγκες πλέον της συνέντευξης.
    Ο Θανάσης Μωραΐτης έχει μια σχέση με τη μουσική «όπως η χελώνα με το καβούκι της», αλλά, αυτό που, κυριολεκτικά, θαυμάζω σ’ αυτόν, είναι το ότι πορεύεται στο μουσικό μας τοπίο –όπως ακριβώς το θέτει ο ίδιος– σαν κι αυτόν που τον «παίρνει» το φιλί!

Διαβάζω στο βιογραφικό σου, από τη μια σπουδές πολιτικών επιστημών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο κι από την άλλη, ταυτόχρονα, μαθήματα φωνητικής κι ορθοφωνίας. Αμφιταλαντευόσουν, για το ποιο δρόμο θα ακολουθήσεις; Τι, τελικά, έγειρε την πλάστιγγα, οριστικά, προς τη μουσική;

 Δε θυμούμαι να πέρασα τέτοια δοκιμασία. Εκ των υστέρων βλέπω ότι η σχέση μου με τη μουσική ήταν και είναι όπως της χελώνας με το καβούκι της. Οπότε, μάλλον αυτό μου αναλογούσε. Ποιος θνητός ξέρει γιατί τούτο ή το άλλο; Ποιος από εμάς αποφασίζει να ερωτευτεί ένα συγκεκριμένο πρόσωπο και, αυτό ερωτεύεται; Έρχεται από ’κεί που δεν το περιμένουμε και μας παίρνει και μας σηκώνει. O Μέγας σκηνοθέτης –ποιος τον ξέρει;– κρατά την πλάστιγγα, αποφασίζει για το ρόλο του καθενός και όλοι μας απλώς ακολουθούμε τις εντολές του για να γίνει η μοναδική «παράσταση» που παίζεται αιώνες. Εις ανταπόδοση μας δίνει το δικαίωμα να «μυρίσουμε» και ’μείς.

Μαθήτευσες, σπουδάζοντας βυζαντινή μουσική, δίπλα στον Καθηγητή και Πρωτοψάλτη της Μητρόπολης Αθηνών, αείμνηστο, Σπύρο Περιστέρη κι έψαλες δίπλα του (ως μέλος της χορωδίας του) για μια δεκαετία (1983-1993). Ήσουν και «παιδί της εκκλησίας» ή προσέγγισες τη βυζαντινή μουσική, καθαρά για τη διεύρυνση της μουσικής παιδείας σου;

    Μέχρι τώρα δεν έχω νοιώσει «παιδί κάποιου», πλην της μητέρας μου και της μουσικής. Ούτε ήμουν, ούτε διαφαίνεται ότι θα γίνω «παιδί της εκκλησίας». Μπορώ να αγαπήσω τη βυζαντινή μουσική και να την ψέλνω χωρίς να πιστεύω στο Θεό, όπως μπορώ να αγαπήσω ένα ερωτικό τραγούδι χωρίς να είμαι ερωτευμένος.
    Όσοι γνωρίζουν τον παρανομαστή της βυζαντινής μουσικής, είτε την συνδέουν με την λατρευτική τελετουργία που συντελείται στις εκκλησίες είτε όχι, ξέρουν καλά ότι είναι και αυτή μία από τις μοναδικές και πλήρεις αρμονίας μουσικές του σύμπαντος.
    Δεν ξέρω γιατί ήθελα να μάθω και τη βυζαντινή μουσική. Ξέρω όμως ότι την αγάπησα εξ αιτίας της γοητείας που άσκησε πάνω μου ο αγαπημένος μας δάσκαλος. Εξ αιτίας του «τρόπου» που μου δίδασκε τα μυστικά της, κάθε Σάββατο απόγευμα στο σπίτι του επί 5 ώρες για 4 χρόνια, χωρίς την παραμικρή αμοιβή. Μόνο και μόνο επειδή «μύρισε» την κόκκινη επιθυμία μου να μάθω. Την πονάω τη βυζαντινή μουσική. Αυτός είναι και ο λόγος που συνέχεια γκρινιάζω γιατί δεν αφήνουν οι της εκκλησίας να μπει φρέσκος αέρας στο δωμάτιό της. Τίποτα καινούργιο δεν έχει γραφτεί στη βυζαντινή μουσική από την εποχή του Κουκουζέλη (1270-1340 περ.), ή, αν έχει γραφτεί, δεν επετράπη να ενταχθεί στο σώμα της.

Αντίθετα, είσαι αυτοδίδακτος στην ευρωπαϊκή μουσική. Γιατί;

Με πείραζε και εξακολουθεί να με πειράζει το γεγονός ότι τους περισσότερους ιδιοκτήτες ωδείων ούτε το πάθος του μαθητή για τη μουσική τούς ενδιαφέρει, ούτε η αδιαφορία του. Κεφάλια μετράνε. Και στο τέλος των μαθημάτων επιτροπή ειδικών τούς «στήνει» στον τοίχο για να βαθμολογήσει το ταλέντο τους και να τους δώσει πτυχίο από πάπυρο να το κορνιζώσουν. Και μετά, τους περισσότερους από τους πτυχιούχους με «άριστα παμψηφεί και διάκριση» ή δεν τους καταδέχεται η μουσική ή κάνουν τα ίδια και αυτοί σε άλλους μαθητές. Και μόνο που το λέω, μου ακούγεται σαν σύγχρονη μορφή βασανιστηρίου μελλοντικών μουσικών.
    Κανένα «χαρτί» δεν πιστοποιεί τη γνώση, προ πάντων τη «μουσικότητα» (φανταστείτε να σας λέει κάποιος: είμαι ερωτευμένος, να, έχω «χαρτί»). Ποτέ δεν μου άρεσαν οι μουσικοί (με «χαρτί» ή όχι) που, με άριστα το 10, είναι μονίμως στο 5. Αντιθέτως, με γοητεύουν εκείνοι που 9 φορές στις 10 είναι στο μηδέν και 1 φορά χτυπάνε κόκκινο.
    Όσοι και όσες ζητάνε τη γνώμη μου, σε ποιο ωδείο να πάνε για να μάθουν μουσική, «κόβω» το πάθος τους –οι ίδιοι δεν το ξέρουν (να ένα καλό δείγμα ταλαντούχου καλλιτέχνη)– και αν το διακρίνω τους απαντώ: μόνος σου, γιατί, έτσι κι αλλιώς, κανένας δάσκαλος, όσο γοητευτικός κι αν είναι, δεν μπορεί να σου διδάξει «φωτιά» και «ντουέντε» αν δεν τα περιέχεις. Αυτό βέβαα δε σημαίνει ότι όποιος ταλαντούχος σπούδασε σε ωδείο έχασε το ταλέντο του. Ένας ταλαντούχος και μόνος του να μάθει πάλι ταλαντούχος θα είναι. Δεν είναι λιγότερο ταλαντούχοι π.χ. ο Μάρκος Βαμβακάρης και ο
Mussorgsky επειδή δεν σπούδασαν σε ωδείο.

 Έχεις κυκλοφορήσει δυο δίσκους με αρβανίτικα τραγούδια («Αρβανίτικα τραγούδια» -1988 & «Τριαντάφυλλο του βράχου» -1999), καθώς κι ένα βιβλίο – cd («Ανθολογία αρβανίτικων τραγουδιών της Ελλάδας» -2002) κι είναι, βέβαια, γνωστή η αρβανίτικη καταγωγή σου, από το αρβανιτοχώρι Βάγια της Θήβας. Είχες, πάντα, από μικρός, μια ζωντανή σχέση με την μουσική παράδοσή σου και την αρβανίτικη γλώσσα ή την απόκτησες αργότερα, όταν πια μπήκες στον κόσμο της μουσικής; Τι σε οδήγησε σ’ αυτήν τη σειρά εκδόσεων;

Με τη γλώσσα είχα πιο ζωντανή σχέση γιατί σπάνια μιλούσαν ελληνικά οι δικοί μου μέσα στο σπίτι. Τα τραγούδια δεν τα θυμάμαι, δεν έχω ήχο συγκεκριμένο αλλά θαμπό κι απόμακρο. Ίσως επειδή ήταν «δικό μου» δεν έδινα σημασία –πάντα δεν επιθυμούμε να κατακτήσουμε «τα των άλλων»; Όταν με αποδέχτηκε η οικογένεια των μουσικών, αποκαλύφθηκε η τοιχογραφία των μουσικών μου αναμνήσεων.
    Όσο για το τι ακολούθησε μετά, καθοριστική συμβολή είχε ο ιστορικός και ερευνητής της αρβανίτικης μουσικής παράδοσης Αριστείδης Κόλλιας. Μετά την πρώτη συναυλία-συνεργασία μας (στο θέατρο «Ορφέας» το 1985) που σχεδόν αποκλειστικά οφείλεται σ’ αυτόν, άρχισα να ερευνώ τα αρβανίτικα τραγούδια σ’ όλη την Ελλάδα. Αργότερα μαζί με τους Μάρκο Δραγούμη και Λεωνίδα Εμπειρίκο και για λογαριασμό του Μουσικού Λαογραφικού Αρχείου Μέλπως Μερλιέ σχεδόν ολοκληρώθηκε –όσο μπορεί να το πει κανείς αυτό–  η έρευνα για τα συγκεκριμένα τραγούδια. Ανυπολόγιστης αξίας η συμβολή του συνθέτη Δημήτρη Λέκκα, αγαπητού μας φίλου και συνεργάτη σε όλες τις εργασίες γύρω από τα αρβανίτικα τραγούδια.
    Τώρα που νοιώθω ότι έχω τελειώσει με αυτό το κεφάλαιο και έχω πάει αλλού –σειρά των νεότερων μουσικών για πιο ουσιαστική έρευνα– μπορώ να μιλήσω για τους λόγους που με οδήγησαν σ’ αυτή τη σειρά εκδόσεων και για το ενδιαφέρον που παρουσίασε, τουλάχιστον σε μένα, η εθνομουσικολογική έρευνα των αρβανίτικων τραγουδιών.
α) Η καταγραφή των αρβανίτικων τραγουδιών από αυθεντικούς τραγουδιστές μάς έδωσε τα πρωτότυπα και αποκομμένα –βίαια ή νομοτελειακά– μέλη του σώματος του ελληνικού πολιτισμού. Μελετώντας τα πρωτότυπα αυτά ηχητικά ντοκουμέντα μπορέσαμε να δώσουμε απαντήσεις όσον αφορά στις πολύπλοκες και λεπτεπίλεπτες τροπικές δομές των δημοτικών τραγουδιών που διαφέρουν από τις δυτικοευρωπαϊκές.
β) Τα ακατέργαστα αυτά τραγούδια μας βοήθησαν και θα βοηθήσουν τους μελλοντικούς μουσικούς στη συγκριτική μελέτη με όλα τα υπόλοιπα του κάθε χώρου και η παράδοση του ελληνικού πολιτισμού θα περάσει μέσα από μια συνειδητή διαδικασία επανεκτίμησης και ενσωμάτωσης που θα είναι προσαρμοσμένη στις σύγχρονες συνθήκες, καθώς οποιαδήποτε απώλεια είναι θρηνητέα (σας παραπέμπω στα αποκομμένα μέλη των γλυπτών του Παρθενώνα που η δημιουργία του Μουσείου της Ακρόπολης «φώτισε» την απώλειά τους). Η συνειδητή γνώση από αυτά τα ντοκουμέντα –οι συγκεκριμένες εκδόσεις πιστεύω ότι θα τη βοηθήσουν– θα ταξινομήσει τα παραδοσιακά ερεθίσματα καθώς και τη μεθοδολογία του τί είναι αξιοδιατήρητο και τί δεν είναι.
γ) Θα μας δώσει τη δυνατότητα να ενώσουμε τη φωνή μας με τη φωνή του γέροντα τραγουδιστή από τη Μακεδονία στην πιο ωραία μελωδική φράση που έχω ώς τώρα ακούσει: Η μουσική νε χουργιό έχ’ νε νοικοκύρ’.

 Ποια είναι η θέση των αρβανίτικων τραγουδιών μέσα στο δημοτικό μας τραγούδι; Η μόνη διαφορά με τα υπόλοιπα δημοτικά τραγούδια είναι μόνο στη γλώσσα;

Τα αρβανίτικα τραγούδια είναι ένα από τα κεφάλαια του τόμου «Δημοτικά τραγούδια της Ελλάδας». Όσον αφορά στις διαφορές:
α) Κατ’ αρχήν η γλώσσα και ό,τι συνεπάγεται απ’ αυτήν: η εκφορά του λόγου, η μελωδική δομή των φράσεων και ο ιδιαίτερος τονισμός. Η διαφορετική γλώσσα στοιχειοθετεί διαφορετικό ρεπερτόριο, δίνει υπόσταση σε διαφορετική εθνομουσικολογική ταξινομία.
β) Η μετρική ανάλυση των στίχων των τραγουδιών έχει δείξει ότι τα ελληνόγλωσσα χρησιμοποιούν ως επί το πλείστον, τον 15σύλλαβο (ιαμβικό ή τροχαϊκό), τον οποίο «απεχθάνονται» τα αρβανίτικα (μόνον ένα αρβανίτικο τραγούδι σε 15σύλλαβο έχει φέρει στο φως η έως τώρα έρευνα, το «Ου γιαμ νιë βλάχë ε μπούκουρ», κι αυτό μας κάνει να πιστεύουμε ότι το συγκεκριμένο τραγούδι δεν είναι αρβανίτικο). Αντίθετα στα τελευταία κυριαρχεί ο 8σύλλαβος τροχαϊκός (και σε μερικές περιπτώσεις ο ιαμβικός) σε πλήρη μορφή ή ελλειπτικός (7σύλλαβος) ή με προανάκρουσμα, κυρίως το «μόι» (9σύλλαβος), τον οποίο ελάχιστα χρησιμοποιούν τα ελληνόγλωσσα. Μπορεί να ειπωθεί ότι οι Αρβανίτες προσθέτουν ή αφαιρούν συλλαβές, αδιαφορώντας για το ενιαίο της δομής του στίχου.  
γ) Ο μοναδικός ιδιαίτερος χορός των Αρβανιτών της νότιας Ελλάδας που δεν υπάρχει στα ελληνόγλωσσα είναι το καγκέλι 2/4 (μόνο του ή πάντα στο τέλος άλλων χορών, κυρίως του 7σημου καλαματιανού ή συρτού).
δ) Ο αρβανίτικος καλαματιανός (7/8) με την υποδιαίρεση του α΄ επίτριτου (βραχύ-μακρό-μακρό-μακρό) κυριαρχεί στα αρβανίτικα σε αντίθεση με τα ελληνόγλωσσα που ακολουθούν την κλασική υποδιαίρεση (μακρό-βραχύ-μακρό-μακρό).
Στη Σαλαμίνα υπάρχει η, σπάνια σε ελληνόγλωσσα τραγούδια, ρυθμική υποδιαίρεση των 7/8 σε χορό «Τράτας» 2.2.3.
[Ας σημειωθεί ότι ο 7σημος ρυθμός, εκτός από τα δημοτικά τραγούδια της Ελλάδας, κυριαρχεί και σ’ αυτά των αραβικών λαών, λαών του Αφγανιστάν και των Ινδιών με τις ίδιες ρυθμικές μορφές. Ο ρυθμός αυτός έχει την προέλευσή του στις αρχαίες ελληνικές ρυθμικές και μετρικές μορφές.]

Από το 1992 συνεργάζεσαι με τον Μάρκο Δραγούμη στο Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο Μέλπως Μερλιέ του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών. Θα ήθελα να μας παρουσιάσεις, συνοπτικά, το έργο που γίνεται εκεί.

Ένας συνάδελφός σου και σκηνοθέτης (ο Αντώνης Μοσκοΐτης) έχει αποκαλέσει το Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο Μέλπως Μερλιέ (ΜΛΑ) «Το Υπουργείο Πολιτισμού της παραδοσιακής μουσικής». Η αθόρυβη και μακροχρόνια εργασία του ΜΛΑ ξεκινάει το 1930, χρονιά δημιουργίας του από την Μέλπω Μερλιέ και τους επιφανείς συνεργάτες της, ερευνητές και μουσικούς (ανάμεσά τους ο Ελβετός μουσικολόγος Samuel Baud-Bovy, ο Νίκος Σκαλκώτας, ο Πέτρος Πετρίδης, ο Γιώργος Πονηρίδης, ο Nικόλαος Xρυσοχοΐδης, η Aγλαΐα Aγιουτάντη, η Δέσποινα Mαζαράκη κ.ά.). Ηχογραφήθηκαν τότε σε 222 δίσκους 78 στροφών περίπου 600 δημοτικά τραγούδια απ’ όλη σχεδόν την Ελλάδα (και τα τότε υπό ιταλική κατοχή Δωδεκάνησα), αρκετά βυζαντινά μέλη, ο Βενιζέλος να τραγουδά ριζίτικα, ο Παλαμάς ν’ απαγγέλλει ποιήματά του, καθώς και δείγματα από διάφορες τοπικές διαλέκτους, όπως την ποντιακή, την αρβανίτικη, την βλάχικη και την τσακώνικη..
     Την ίδια, αθόρυβη και ουσιαστική εργασία συνέχισε και συνεχίζει ο Μάρκος Δραγούμης από το 1960 που ανέλαβε τα ηνία του ΜΛΑ (από το 1992 κι εγώ μαζί του). Από το 1975 έως σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί πάνω από 70 αποστολές σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, όπου ηχογραφήθηκαν πολλά τραγούδια, με άγνωστους στο ευρύ κοινό τραγουδιστές και μουσικούς του κάθε τόπου, με σκοπό αφ’ ενός τη μελέτη της μουσικής - γλωσσολογικής - λαογραφικής ιδιαιτερότητας της συγκεκριμένης περιοχής και αφ’ ετέρου την έρευνα σε σχέση με την επίδραση που υφίστανται ή ασκούν στις μουσικές των άλλων περιοχών, τόσο της Ελλάδας όσο και των γειτονικών λαών.
    Υπάρχει στο ΜΛΑ πλούσια συλλογή εμπορικών δίσκων δημοτικής και βυζαντινής μουσικής, καθώς και ρεμπέτικων τραγουδιών. Επίσης δίσκοι με παραδοσιακές μουσικές απ’ όλο τον κόσμο. Εκείνο που μας έκαιγε και εξακολουθεί να μας καίει είναι η επιθυμία μας να δουν το φως του ήλιου τα αριστουργήματα της λαϊκής τέχνης που ασφυκτιούσαν στα συρτάρια, με δύο παράλληλες και ταυτόχρονα ταυτόσημες μορφές. Η πρώτη, να εκδώσουμε σε CD όλες τις ηχογραφήσεις από το 1930 έως σήμερα, με τους αυθεντικούς εκτελεστές, και η δεύτερη, να δραστηριοποιήσουμε μέσω των αυθεντικών εκτελεστών μεγάλο αριθμό σύγχρονων μουσικών και τραγουδιστών οι οποίοι θα «ξαναδιαβάσουν» και θα μας «ξαναπούν» τις μουσικές μιας παλαιότερης εποχής, μη αγνοώντας τα σύγχρονα εκφραστικά μέσα της εποχής τους. Αυτό έγινε σε μεγάλο βαθμό με τις έως τώρα εκδόσεις μας (περίπου 20 CD και 15 βιβλία) και συνεχίζουμε.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 συνεργάστηκες με τον Μίκη Θεοδωράκη σε σειρά δίσκων («Διόνυσος» -1985, «Τα πρόσωπα του ήλιου» -1986, «Μνήμη της πέτρας» -1987). Πως μπήκε στη ζωή σου ο Μίκης εντάσσοντας κι εσένα στους «Θεοδωρακικούς τραγουδιστές»;

Το 1984, ο κύριος Θεοδωράκης είχε ετοιμάσει έναν κύκλο τραγουδιών σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου και ήταν σχεδόν έτοιμοι να προχωρήσουν στην ηχογράφηση και έκδοσή τους με τραγουδιστή τον Γιώργο Νταλάρα. Τότε έγινε η γνωστή και σύντομη διένεξη των συνθετών και τραγουδιστών, θύμωσε με τον Νταλάρα ο Θεοδωράκης, έψαξε για καινούργιες φωνές, ήταν παιδικοί φίλοι με την δασκάλα μου Πόπη Πετριόλι-Φωτοπούλου, με άκουσε, μάλλον του άρεσε η φωνή μου και ξεκίνησε η συνεργασία μας. Πολύ σύντομα αντικατέστησε τους στίχους του Παπαδόπουλου με δικούς του κι έτσι έγινε ο «Διόνυσος» (η πρώτη παραγωγή του «Σείριου» του κυρίου Χατζιδάκι).
    Ο κύριος Θεοδωράκης μπήκε στη ζωή μου με τον ίδιο τρόπο που μπήκα κι εγώ στη δική του (σε όλο το διάστημα των 5 χρόνων που κράτησε η συνεργασία μας):
furiosocon fuoco.
    Δεν κατατάσσω τον εαυτό μου στους «Θεοδωρακικούς τραγουδιστές». Δεν μπορώ να ενταχτώ, ούτε να με εντάξουν, εξάλλου ο ίδιος ο κύριος Θεοδωράκης με έλεγε «αρβανίτικο κεφάλι», που είμαι δηλαδή. Γνωρίζω, όμως, σχεδόν όλες του τις συνθέσεις, έχω μελετήσει αμέτρητες ώρες ό,τι παρτιτούρα του έχει πέσει στα χέρια μου (από τραγούδια έως συμφωνικές μουσικές),  θαυμάζω τη μουσική του υπόσταση γιατί, αυτό πρωτίστως με ενδιαφέρει ως μουσικό, τον θεωρώ έναν από τους σημαντικότερους συνθέτες παγκοσμίως, δεν ανέχομαι να τον βρίζουν και παίρνω το μέρος του, ακόμα κι αν συμφωνώ με τους υβριστές του. Δεν νομίζω ότι γνωρίζουν οι Έλληνες τη μουσική του κυρίου Θεοδωράκη, δεν έχουν υπόνοια του βαθμού της μουσικής ευαισθησίας του. Τα παιδιά που γεννιούνται τώρα θα είναι οι πραγματικοί ακροατές του μεγαλείου της μουσικής του.

Το 2003 κυκλοφόρησε ο δίσκος «GISELA MAY & THANASSIS MORAITIS SING MIKIS THEODORAKIS», με τραγούδια που είχατε ηχογραφήσει το 1988 στην τότε Ανατολική Γερμανία. Ποια είναι η ιστορία αυτών των ανέκδοτων ηχογραφήσεων – ντοκουμέντο;

Τον Αύγουστο του 1985 η Gisela May έκανε συναυλία στην Καισαριανή. Ο δήμος Καισαριανής, που οργάνωσε τη συναυλία, με κάλεσε και πήγα να δω και ν’ ακούσω από κοντά το «μύθο» του Berliner Ensemble. Λίγους μήνες πριν είχε κυκλοφορήσει ο «Διόνυσος». Οι οργανωτές της συναυλίας τής χάρισαν το δίσκο και την επόμενη μέρα συναντηθήκαμε. «Θέλω να τραγουδήσουμε μαζί» μου είπε κι έφυγε για το Βερολίνο. Πήγαν και ήλθαν πολλά γράμματα το επόμενο διάστημα με τις σκέψεις μας για το ποια τραγούδια θα περιλάμβανε ο δίσκος. Επέμενα να πει και κείνη τραγούδια τού κ. Θεοδωράκη, μιας και για μένα ήταν δεδομένο αφού τότε ήμουν από τους βασικούς του συνεργάτες. Γνώριζε πολλά τραγούδια του και θαύμαζε ιδιαίτερα την Μαρία Φαραντούρη. Δίσταζε όμως επειδή, όπως μου είπε, η φωνή της Φαραντούρη είχε «σφραγίσει» τα συγκεκριμένα τραγούδια. Έκαμψα τους δισταγμούς της και προχωρήσαμε στην επιλογή των τραγουδιών. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο μίλησα στον κ. Θεοδωράκη για το σχέδιό μας και ’κείνος συμφώνησε. Πολλοί (πολιτικά κόμματα) και πολλά έγιναν (ίντριγκες κ.ά.) για να μην γίνει αυτή η συνεργασία μου με την Gisela May. Χάρη στην άκαμπτη στάση της May απέναντι σ’ αυτές τις ανοησίες, τον Φεβρουάριο του 1988 έγινε η ηχογράφηση σε στούντιο του Ανατολικού Βερολίνου και εκδόθηκε ο δίσκος. Την εποχή της ηχογράφησης η Gisela May έπαιζε στο Berliner Ensemble, για μία ακόμη φορά, το έργο του Brecht Mutter courage und die ihre kinder. Φυσικά είδαμε την παράσταση, τί παράσταση!
  Ακολούθησε το γκρέμισμα του τείχους στο Βερολίνου. Μαζί του γκρεμίστηκαν πολλά, ανάμεσά τους και η δισκογραφική εταιρία που είχε αναλάβει την παραγωγή. Χάθηκαν όλα, χάθηκε και η πρωτότυπη μπομπίνα με την ηχογράφηση.

    Ο Γρηγόρης Ψαριανός είναι η αιτία της έκδοσης αυτού του δίσκου σε CD από την δισκογραφική εταιρία Protasis. Έδωσε την ευκαιρία στο ελληνικό κοινό ν’ ακούσει την μοναδική αυτή τραγουδίστρια-ηθοποιό.

Έχεις κάνει κι ένα μεγάλο δισκογραφικό αφιέρωμα - με δυο δίσκους («Μέσα απ’ των άστρων τα κλαδιά» - 2001 & «Φεγγάρια μου παλιά, καινούργια μου πουλιά» - 2002) – στο Μάνο Χατζιδάκι. Ποια ήταν η ανθρώπινη – καλλιτεχνική σχέση σας, αλλά και ποια είναι η θέση του στη δική σου μουσική μυθολογία;

Όταν ζήτησα την άδεια από τον Γιώργο Θεοφανόπουλο-Χατζιδάκι να κάνουμε με τον συνθέτη Δημήτρη Λέκκα (ο οποίος έκανε την μουσική επεξεργασία) αυτά τα 2 CD μου την έδωσε αμέσως λέγοντάς μου «Δεν χρειάζεται να πάρεις άδεια από μένα, στην είχε δώσει ο ίδιος ο Χατζιδάκις».
    Κατά την διάρκεια των κοινών συναυλιών Θεοδωράκη – Χατζιδάκι που έγιναν το 1984 σε Ελλάδα και Κύπρο, ο κύριος Χατζιδάκις μου εξέφρασε την επιθυμία του να ξανατραγουδήσω τοδίσκο «Για την Ελένη» που είχε κάνει με τραγουδιστή τον Στέλιο Μαρκετάκη (σε στίχους του Μιχάλη Μπουρμπούλη), και μετά καινούργια τραγούδια του (σε στίχους του Νίκου Γκάτσου). Τίποτα από τα σχέδιά του δεν έγινε, μάλλον έτσι έπρεπε να γίνει.
    Μου είχε μιλήσει αρκετές φορές για τη σχέση που πρέπει να έχει ο μουσικός με τη μουσική και πάντα κατέληγε με την φράση από ποίημα του Καβάφη: «μην την εξευτελίσεις».
    Κι εκείνου γνωρίζω καλά και έχω μελετήσει σχεδόν όλες τις συνθέσεις του. Με συναρπάζουν οι απρόσμενοι και ταυτόχρονα «ανεπαισθήτως» ερχόμενοι μετατονισμοί στα τραγούδια του, και η εμμονή του στην αυστηρή διατήρηση του
tempo.

Μια και αναφερθήκαμε προηγούμενα στο Θεοδωράκη και στο Χατζιδάκι, θα ήθελα να μου πεις ποιοι είναι οι αγαπημένοι σου συνθέτες και ποιοι παλιότεροι ερμηνευτές, νιώθεις πως σε έχουν –αν σε έχουν– επηρεάσει ερμηνευτικά.

Όλοι οι πραγματικοί καλλιτέχνες είναι η οικογένειά μου. Όλοι είναι αγαπημένοι μόνο και μόνο επειδή είναι μουσικοί. Απ’ όλους έχω «μυρίσει». Όταν πρωτογνώρισα τον Γρηγόρη Μπιθικώτση του έκανα την ίδια ερώτηση «Κήπος η ελληνική μουσική, ρε, κήπος. Και τα τριαντάφυλλα και τα αγκάθια κάνουν όμορφο τον κήπο. Το ’πιασες;».

Εσύ, ως ερμηνευτής, έχεις τραγουδήσει, δισκογραφικά, έντεχνα (Θεοδωράκη, Χατζιδάκι), δημοτικά, λαϊκά τραγούδια του Δημήτρη Ατραΐδη και, βέβαια, είσαι και ψάλτης. Δίνεις ο ίδιος στον εαυτό σου κάποια ερμηνευτική ταυτότητα ή νομίζεις ότι ο καλός τραγουδιστής πρέπει να μπορεί να τραγουδάει ικανοποιητικά κάθε είδος τραγουδιού;

Ούτε ταυτότητα, ούτε «πρέπει». Το «πρέπει» δεν παίζει στην τέχνη (παραπέμπω σε απόσπασμα από ποίημα του Ελύτη: «πιάσε το πρέπει από το ι και γδάρε το ίσαμε το πι»). Υπήρξαν φορές που νόμιζα ότι «το έχω» ένα τραγούδι και εκ των υστέρων ένοιωσα ότι ήμουν «έξω». Άλλες φορές συμβαίνει το αντίθετο. Ένας ασφαλής τρόπος για να είσαι κάπως κοντά στο ποθούμενο είναι να μάθεις να «διαβάζεις» τη φωνή του σώματός σου, τη φωνή αυτουνού που σε κατοικεί. Να μην «ποζάρεις», να μην είναι θορυβώδες το «εγώ». Να πορεύεσαι όπως αναγκαζόμαστε να πορευόμαστε όταν μας «παίρνει» το φιλί.
    Κανείς μας δεν μπορεί να φανταστεί τον Καζαντζίδη να τραγουδά τα Latin που τραγούδησε ο Νταλάρας. Αν ήμουν όμως κοντά του και ζητούσε τη γνώμη μου, θα του έλεγα αμέσως: κάν’ το. Καλά κάνουν λοιπόν όλοι οι τραγουδιστές που δοκιμάζουν και κάτι άλλο, έξω από αυτό που θεωρούν οι ακροατές ότι «τους ταιριάζει». Στο κάτω-κάτω δεν επέρχεται η καταστροφή των τραγουδιών από οποιαδήποτε κακή ή επιφανειακή εκτέλεση. Αν ένα τραγούδι είναι έγκλειστο λουλούδι, αλλά προορισμένο να δει τον ήλιο, θα βρει τρόπο να σπάσει το μπετόν.

Πρόσφατα κυκλοφόρησαν σε cd, με τον τίτλο «Νάνι, γέλιο μου και φως μου, άσπρο γιασεμί του κόσμου» (LYRA/2009), τα νανουρίσματά σου που είχαν πρωτοεκδοθεί σε βιβλίο/λεύκωμα – cd το 2005 («Νάνι τ’ άνθι των ανθώ»). Είναι η πρώτη δουλειά σου, όπου, μας παρουσιάζεσαι ως συνθέτης και στιχουργός με κάτι πολύ ιδιαίτερο και πρωτότυπο. Πως γεννήθηκε μέσα σου η ιδέα να παρουσιάσεις σύγχρονα νανουρίσματα;

Υπάρχουν στιγμές που, καθώς φροντίζω τα λουλούδια στο μπαλκόνι του σπιτιού μου και τα χέρια μου είναι γεμάτα χώμα, «φωνές» μού φωνάζουν: στο πιάνο. Αντιδρώ γιατί άλλο είχα προγραμματίσει να κάνω. Τελικά, μην μπορώντας ν’ αντισταθώ στις «φωνές» δια της λογικής, πάω στο πιάνο και η μία νότα ακολουθεί την άλλη στο χαρτί με ευκολία. Άλλες φορές, πάλι, λέω: «γνωρίζω να γράφω μουσική στο πεντάγραμμο, θα κάτσω να γράψω μία συμφωνία ή ένα τραγούδι». Κάθομαι στο πιάνο και δεν «σταυρώνω» νότα. Ποια η συμβολή μου και στις δύο περιπτώσεις;
    Δεν έχω ιδέα πώς γεννήθηκε η ιδέα των νανουρισμάτων. Αυτό προφανώς απαιτούσε η στιγμή και θα δούμε αν η ιστορία «καταδεχτεί να το σημειώσει». Την αφορμή ξέρω μόνον, και εκείνο που, εκ των υστέρων, μπορώ να διακρίνω είναι η φιλοδοξία της συγκεκριμένης έκδοσης να δοθεί κίνητρο στις σύγχρονες μητέρες –μέσω της ματιάς των συντελεστών (τραγουδιστών και μουσικών) που ζουν και εργάζονται κάτω από τις ίδιες κοινωνικές συνθήκες– ώστε να διαιωνιστεί το «χάδι-νανούρισμα» στα νεογέννητα.

Τα νανουρίσματά σου τα ερμηνεύουν, τέσσερις γυναικείες φωνές, η Νένα Βενετσάνου, η Σόνια Θεοδωρίδου, η Λυδία Κονιόρδου κι η αείμνηστη Μαρία Δημητριάδη. Τι σε οδήγησε στην επιλογή των συγκεκριμένων φωνών;

Η ερμηνευτική τους δεινότητά που απαιτούσαν αυτά τα απλά τραγουδάκια, το ότι πίνουμε νερό απ’ την ίδια πηγή, και η ξεχωριστή προσωπική σχέση που είχα και με τις τέσσερις και εξακολουθώ να έχω με τις τρεις, μιας και οι Θεοί άλλα αποφάσισαν για την Μαρία.

Εκτός από τα νανουρίσματα, που εξέδωσες, υπάρχουν κι άλλες συνθετικές πλευρές σου (έργα συμφωνικής μουσικής, ορχηστρικά, κοντσέρτο για κιθάρα, καθώς και τραγούδια), ανέκδοτες ακόμη. Θα ήθελα να μείνουμε στα τραγούδια και να σε ρωτήσω το εξής. Ζούμε στην εποχή της άνθισης των τραγουδοποιών, αρκετοί από τους οποίους, ενώ δεν έχουν φωνή, επιμένουν να λένε οι ίδιοι τα τραγούδια τους. Εσύ, όχι απλά διαθέτεις φωνή, αλλά έχεις και πολύ καλή φωνή. Γιατί δεν βγάζεις προς τα έξω το υλικό σου, ερμηνεύοντάς το ο ίδιος και παρουσιάζοντάς το ζωντανά;

Εδώ κολλάει γάντι η Κρητική μαντινάδα: «Μην τον θωρείς απ’ αγαπώ με τα δικά σου μάτια / θώριε τον με τα μάτια μου για να γενείς κομμάτια». Μ’ αρέσει να τραγουδάνε τις συνθέσεις μου άλλοι τραγουδιστές, να θερίζουν τα στάχυα του σώματός μου, γιατί πάντα η χαρά –όπως και ο έρωτας– προϋποθέτει τον «άλλον». Τα λαϊκά τραγούδια ή τις μπαλάντες που έχω γράψει, φυσικά θα μπορούσα να τις τραγουδήσω εγώ. Δεν μπορώ όμως να τα υποστηρίξω δουλεύοντας σε ανάλογους χώρους που απαιτούν τα συγκεκριμένα τραγούδια. Δεν το έχω κάνει αυτό –εκτός από ελάχιστες ιδιαίτερες περιπτώσεις– ούτε και ως τραγουδιστής γιατί, ήθελα και εξακολουθώ να θέλω, τα βράδια μου να είναι ελεύθερα για να βλέπω θεατρικές παραστάσεις –όποτε το ένστικτό μου με ειδοποιεί ότι κάτι σημαντικό συμβαίνει στην τάδε ή δείνα παράσταση. Είμαι λάτρης του θεατρικού λόγου, των ηθοποιών και γενικά του θεάτρου. Μακάρι να αξιωθώ να γράψω μουσικές για θεατρικά έργα που μ’ αρέσουν πολύ και μ’ έχουν βοηθήσει να σκέφτομαι.

Ενώ σε γνωρίσαμε ως ένα τραγουδιστή ρεπερτορίου, σιγά-σιγά αποτραβήχτηκες κι αφοσιώθηκες στο σημαντικό έργο που επιτελείς στο Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο. Ήταν μια συνειδητή επιλογή σου;

Στην αρχή φαινόταν ως λύση ανάγκης και βιοπορισμού. Τώρα μπορώ να πω ότι ο καλός Θεός της Μουσικής είχε τους λόγους του που με οδήγησε στο ΜΛΑ, δίπλα στον Μάρκο Δραγούμη.

Θα επιμείνω, ρωτώντας σε, γιατί, τουλάχιστον, δεν πραγματοποιείς –ως ερμηνευτής– ζωντανές εμφανίσεις, παρουσιάζοντας το ρεπερτόριό σου, τα δικά σου τραγούδια κι ό,τι άλλο υλικό επιθυμείς; Σήμερα, πλέον, υπάρχουν οι μουσικές σκηνές κι άλλοι όμορφοι πολυχώροι που το επιτρέπουν. Νομίζω πως, έτσι, μ’ αυτόν τον τρόπο, θα δοθεί η ευκαιρία να γνωρίσει τον ερμηνευτή Θανάση Μωραΐτη ένα νεότερο ακροατήριο.

Όλοι οι υπόλοιποι τραγουδιστές το κάνουν αυτό πολύ καλύτερα απ’ ό,τι θα το έκανα εγώ. Οπότε…

Το σύγχρονο ελληνικό μουσικό τοπίο πως το βλέπεις; Έχεις ξεχωρίσει κάποια νέα ονόματα δημιουργών και ερμηνευτών που να σου αρέσουν;

Εδώ και 20 χρόνια φαίνεται να μην ευνοείται ο «Συνθέτης». Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την έλλειψη «προσωπικότητας» των μουσικών έργων-συνθέσεων από τη μια (όλα σχεδόν είναι όλων), και την «απελευθέρωση» ικανότατων μουσικών που γράφουν τραγούδια χωρίς ενοχές και κόμπλεξ από την άλλη. Κατά τα άλλα, πάντα υπήρχαν και πάντα θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν ξεχωριστοί καλλιτέχνες.

Μετά τα νανουρίσματα, τι άλλο να περιμένουμε να βγει προς τα έξω;

    Ένα CD με δύο ανέκδοτα έργα μου. Το πρώτο, Πέντε εικόνες για τη θλίψη των ξανθών κοριτσιών και της Ελένης (σε ποιήματα του Κώστα Καρυωτάκη / για σοπράνο, ορχήστρα εγχόρδων και πνευστών) με σολίστ την Σόνια Θεοδωρίδου (σοπράνο) και τον Βαγγέλη Χριστόπουλο (όμποε), ηχογραφήθηκε πριν λίγες μέρες με την ΚΑΜΕΡΑΤΑ –Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής και Διευθυντή ορχήστρας τον Αλέξανδρο Μυράτ [συνέπραξαν και οι μουσικοί: Χριστίνα Παντελίδου (αγγλικό κόρνο) & Μαρία Μπιλντέα (άρπα), Αντώνης Λαγός (γαλλικό κόρνο)]. Σύντομα θα ηχογραφηθεί (πάλι με την ΚΑΜΕΡΑΤΑ) και το δεύτερο έργο Κοντσέρτο του Άμστερνταμ (κοντσέρτο για κιθάρα και ορχήστρα εγχόρδων) με  σολίστ τον Δημήτρη Κοτρωνάκη στην κιθάρα.
    Έχει δρομολογηθεί η ηχογράφηση και έκδοση ενός καινούργιου μουσικού θρησκευτικού έργου μου, μία Θεία Λειτουργία με τίτλο
Missa Graeca [για μεικτή και παιδική χορωδία, κουαρτέτο σολιστών, 2 σολίστ (Ιερέας-μπάσος και Διάκονος-βαρύτονος) και αφηγητή]. Το έργο, διάρκειας 1.45΄ ωρών, βασίζεται στο «τυπικό» της Χριστιανικής Θείας Λειτουργίας, όπως δηλαδή συντελείται στις εκκλησίες της Ελλάδας, της Ρωσίας και βαλκανικών χωρών. Μελοποιήθηκαν κείμενα του Ιωάννη Χρυσοστόμου, καθώς και αποσπάσματα από ψαλμούς του Δαυίδ.

                                           *******************

Συνέντευξη για το Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο Μέλπως Μερλιέ (Μ.Λ.Α.) στον Αντώνη Μποσκοΐτη (Δίφωνο, Απρίλιος 2002).

                       Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο Μέλπως Μερλιέ
                    Το Υπουργείο Πολιτισμού της παραδοσιακής μουσικής

 
1.
Πώς, πότε και γιατί η συνεργασία με το Μ.Λ.Α.;

Το 1991, η λαογράφος και συγγραφέας Μαρία Δέδε (που μάς «έφυγε» πέρυσι), εισπράττοντας την απελπισία μου που προερχόταν από το οικονομικό αδιέξοδο στο οποίο τότε είχα περιέλθει, και θέλοντας να με βοηθήσει, μίλησε στον φίλο της Μάρκο Δραγούμη ζητώντας του να με προσλάβει στο Μ.Λ.Α. Στην ευγνωμοσύνη μου προς στο «μουσικό» πρόσωπο του Μάρκου, χωρίς να τον γνωρίζω, προστέθηκε και εκείνη προς τον «άνθρωπο». Σιγά-σιγά, μαθαίνοντας και βλέποντας δίπλα του, πρωτόγνωρα, «αθόρυβα» «κι υψηλά» πράγματα, άρχισε να εκδηλώνεται το ενδιαφέρον μου –τώρα, μετά από έντεκα χρόνια, μπορώ να μιλήσω για πάθος– για οτιδήποτε αφορούσε στο Μ.Λ.Α. Είναι πια το δεύτερο σπίτι μου.

2. Ποια ήταν τα πρώτα όνειρα για το αρχειακό υλικό του Μ.Λ.Α. και πώς πραγματοποιήθηκαν;

Η αθόρυβη και μακροχρόνια εργασία του Μ.Λ.Α. ξεκινάει το 1930, χρονιά δημιουργίας του, από την Μέλπω Μερλιέ και τους επιφανείς συνεργάτες της, ερευνητές και μουσικούς. Την ίδια, αθόρυβη και ουσιαστική εργασία συνέχισε και συνεχίζει ο Μάρκος Δραγούμης από το 1960 που ανέλαβε τα ηνία του Μ.Λ.Α. Ένα μεγάλο μειονέκτημα του Μ.Λ.Α. ήταν η «λίγη» σε έκταση, εκδοτική δραστηριότητα. Κι’ αυτό, όχι βέβαια γιατί δεν ήταν στις προθέσεις του Μάρκου, αλλά γιατί δεν μπορεί να τα κάνει ένας άνθρωπος όλα. Όταν φτάσαμε στο σημείο της ιδανικής «χημείας» μεταξύ μας, μπλέξαμε τα όνειρα που ήταν κοινά: να δουν το φως του ήλιου τα αριστουργήματα της λαϊκής τέχνης που ασφυκτιούσαν στα συρτάρια, με δύο παράλληλες και ταυτόχρονα ταυτόσημες μορφές. Η πρώτη, να εκδοθούν σε CD όλες οι ηχογραφήσεις από το 1930 ώς σήμερα, με τους αυθεντικούς εκτελεστές, και η δεύτερη, μέρος αυτών να δοθούν σε σύγχρονους μουσικούς, που κατά τη γνώμη μας προσεγγίζουν με γνώση και σεβασμό τη μουσική, με σκοπό να τα παρουσιάσουν «ντυμένα» με την αλήθεια της εποχής στην οποία ζουν και δημιουργούν.
    Δημιουργήσαμε τον μη κερδοσκοπικό σύλλογο «Φίλοι του Μ.Λ.Α.» και μέσω αυτού, άρχισαν οι εκδόσεις όλων αυτών των
CD που βλέπετε, και οι οποίες, όσο περνάει ο καιρός αυξάνονται, χάρις στην βοήθεια που μας παρέχουν φίλοι και το Υπουργείο Πολιτισμού μέσω της Διεύθυνσης Λαϊκού Πολιτισμού (το οποίο διευθύνει η κ. Τέτη Χατζηνικολάου).

3. Ποια η αποτίμηση της υλοποίησης των ονείρων σας, μέσω των εκδόσεων σε CD.

    Εκείνα που μας έκαιγαν –και θα εξακολουθήσουν να μας καίνε– τα καταφέραμε. Πρώτον, κάναμε κοινωνούς τους συνανθρώπους της εποχής μας του εκφραστικού μεγαλείου των ερασιτεχνών τραγουδιστών του 1930 και εντεύθεν, και δεύτερον, δραστηριοποιήσαμε μέσω των αυθεντικών εκτελεστών, μεγάλο αριθμό σύγχρονων μουσικών και τραγουδιστών οι οποίοι με χαρά δέχονται να «ξαναδιαβάσουν» και να μας «ξαναπούν» τις μουσικές μιας παλαιότερης εποχής, μη αγνοώντας τα σύγχρονα εκφραστικά μέσα της εποχής τους. Έτσι, συνεχίζεται το «νήμα» της δημιουργίας των ανθρώπων. Συντασσόμαστε και εμείς με όλους εκείνους που θεωρούν ότι η παραδοσιακή μουσική δεν είναι ρούχο πεθαμένου να το βάλουμε στην ντουλάπα και να του ρίξουμε ναφθαλίνη, μην το φάει ο σκώρος. Είναι μουσική ζωντανή, κυλάει, και «πέτρα που κυλάει δεν χορταριάζει».

4. Ανησυχείτε, μην τυχόν και το «ξαναδιάβασμα» που λέτε φέρει αντίθετα αποτελέσματα από τις προσδοκίες σας;

    Καθόλου, γιατί αφενός μέσω των εκδόσεων με τους αυθεντικούς εκτελεστές, φροντίζουμε να δοθεί το «πρωτότυπο» και αφετέρου, ένα ατυχές «ξαναδιάβασμα» του «πρωτότυπου» δεν εγκυμονεί «κινδύνους». Όπως ένα αληθινό κορμί με γνήσια έκφραση δεν κινδυνεύει, είτε φουστανέλα του φορέσεις είτε αρμάνι, έτσι και τα παραδοσιακά τραγούδια, ως γνήσια δημιουργία του νου και της ψυχής, δεν κινδυνεύουν από κανέναν. Άσε δε, που ένα ατυχές «ξαναδιάβασμα», συνήθως περιέχει το επόμενο αριστούργημα.

                                                    ***********************

Συνέντευξη που δόθηκε στη Χριστίνα Οικονομίδου με αφορμή την Παγκόσμια ημέρα της Μουσικής, περιοδικό Index, τεύχος 13, Ιούνιος 2007

Όνομα: Θανάσης Μωραΐτης

Ιδιότητα: Τραγουδιστής-Συνθέτης-Ερευνητής

Συστατικά: % (Χριστινάκι το % μου φέρνει σε γιαούρτι με 2% λιπαρά)

Μουσική:                  φύγε, είμαι πλήρες (φράση αεροσυνοδού)

Βιβλίο:                      πώς να αντισταθείς στη μυρωδιά του χαρτιού;

  1. Η σχέση μου με τη μουσική είναι

…όπως της χελώνας με το καβούκι της. 

  1. Η σχέση μου με το βιβλίο είναι

… πάντως όχι αυτή που ακούω γύρω μου: να διαβάζω για να κοιμηθώ. 

  1. Όταν ακούω μουσική νιώθω σαν

….να έχουν γραφτεί μόνο για την ασήμαντη και ταυτόχρονα τόσο σημαντική ύπαρξή μου. 

  1. Όταν διαβάζω νιώθω σαν 

… νιώθω το μαχαίρι του συγγραφέα ή του ποιητή να κόβει κάτι από το σώμα μου, κάτι από αυτό που περιέχω να γίνεται λέξη.

  1. Με χαροποιεί στον χώρο της μουσικής

.. οτιδήποτε παίζεται ή τραγουδιέται από «αληθινούς» μουσικούς, ακόμα κι αν νιώθω ότι το «είδος» μουσικής που παίζουν δεν με αφορά.

  1. Με δυσαρεστεί στον χώρο της μουσικής

… το αντίθετο, προ πάντων η «πόζα».

  1. Με χαροποιεί στον χώρο του βιβλίου

...ό,τι ακριβώς και στην τρίλεπτη περίπου διάρκεια ενός τραγουδιού: η συντομία της ολοκληρωμένης τραγωδίας της ύπαρξής μας (γι’ αυτό μ’ αρέσουν τα ποιήματα και τα σύντομα διηγήματα).

  1. Με δυσαρεστεί στον χώρο του βιβλίου

...η έμφαση του «εγώ» των συγγραφέων.

  1.  Αυτή την εποχή ακούω

...η αλήθεια και η ομορφιά δεν έχουν εποχή, συνεπώς ακούω συνεχώς τα ίδια και από καιρού εις καιρόν προστίθεται σ’ αυτά οτιδήποτε καινούργιο αναβλύζει από την ίδια συμπαντική πηγή. Πιο συγκεκριμένα, πάντα ο Βαμβακάρης ο Ζαμπέτας, ο Μάλερ και τελευταία η Ahuva Ozeri. 

  1.  Αυτή την εποχή διαβάζω

....ξανά και ξανά ό,τι έχει σχέση με τον Λάο Τσε.

  1.  Αγαπημένοι μου μουσικοί είναι οι

… όσοι παίζουν όμποε και βιολοντσέλο. Άντε μια εξαίρεση για τον Σωκράτη Σινόπουλο που παίζει παραδοσιακά όργανα (πολίτικη λύρα, λάφτα κτλ.)

  1.  Αγαπημένοι μου συγγραφείς είναι οι

… όσοι θερίζουν τα στάχυα του σώματός μου.

  1.  Αυτή τη στιγμή εργάζομαι πάνω

… στο κείμενο της Θείας Λειτουργίας των Ιωάννη Χρυσοστόμου και Μεγάλου Βασιλείου με σκοπό τη μουσική σύνθεση μιας Θείας Λειτουργίας. 

  1.  Στο άμεσο μέλλον ετοιμάζω

… πολλά, αλλά επειδή «οι Θεοί γελάνε με τα σχέδιά μου» δεν θα τους κάνω τη χάρη.

  1.  Ξέχασα να πω ότι

....όπως και για τους ερωτευμένους όλες οι μέρες είναι πλήρεις έρωτος έτσι και για τους μουσικούς όλες οι μέρες είναι πλήρεις μουσικής, ως εκ τούτου βρίσκω ανούσιες τις γιορτές του στυλ «Παγκόσμια ημέρα μουσικής», «Ημέρα των ερωτευμένων», «Ημέρα χωρίς αυτοκίνητο» κτλ. 

  1.  Εύχομαι να

… δούμε και αύριο τον ήλιο.

                ************************

Αρβανίτες παινεμένοι

συνέντευξη των Θανάση Μωραΐτη, Δημήτρη Λέκκα, Λεωνίδα Εμπειρίκου, Λάμπρου Μπαλτσιώτη 
στον Κωστή Δρυγιανάκη για το Δίφωνο Νοεμβρίου 2009

Για πολλές από τις εθνοτικές ομάδες που απαρτίζουν το σημερινό ελληνικό κράτος η γνώση μας είναι αρκετά πλημμελής και αποσπασματική, ειδικά σε ό,τι αφορά στο μουσικό τομέα. Για τους Βλάχους και τους Ποντίους, όπως και για την ιδιαίτερη περίπτωση των Πομάκων της Θράκης –ομάδες στις οποίες αναφερθήκαμε σε προηγούμενα τεύχη– ακόμη απουσιάζει μια συστηματική μουσικολογική βιβλιογραφία. Στην περίπτωση των Αρβανιτών, όμως, η εργασία του Θανάση Μωραΐτη και των φίλων του έχει δημιουργήσει ένα σοβαρό υπόβαθρο, έτσι που όταν άρχιζα να δουλεύω τούτο δω το άρθρο σκεφτόμουν ότι όλα είχαν ήδη ειπωθεί.
    Γνωριζόμαστε εδώ και μια δεκαετία και πάει άλλη μια δεκαετία αφότου είχα εντυπωσιαστεί με το –βινύλιο, τότε– Αρβανίτικα Τραγούδια (Ιουλιανός, 1988 – FM, 2001)· δουλειά του Θανάση, του Δημήτρη Λέκκα και του αείμνηστου Αριστείδη Κόλλια. Ιστορικά δεν είναι βέβαια η πρώτη εμφάνιση αρβανίτικων τραγουδιών στη δισκογραφία, ωστόσο αυτός ο δίσκος κατάφερε να φέρει με έναν άλλον τρόπο στη δημοσιότητα τα αρβανίτικα τραγούδια. Μια εικοσαετία μετά, οι θέσεις του Κόλλια μπορεί να απηχούν μια δόση υπερβολής και οι ενορχηστρώσεις του Λέκκα να είναι κάπως πιο έντεχνες απ’ ό,τι περιμένει κανείς γι’ αυτό το υλικό, ωστόσο ένα μεγάλο στοίχημα είχε κερδηθεί. Οι Αρβανίτες και τα τραγούδια τους είχαν γλυτώσει από τη λήθη και διεκδικούσαν μια θέση στο σημερινό κόσμο.
    Οι παραινέσεις του Κόλλια, του πρωτοψάλτη Σπύρου Περιστέρη[i] αλλά και του Μίκη Θεοδωράκη, του οποίου ήταν ήδη συνεργάτης, έκαναν τον Θανάση να ανακαλύψει τις αρβανίτικες ρίζες του. «Η γιαγιά μου δεν ήξερε καν ελληνικά. […] Στο σχολείο θυμάμαι είχα πρόβλημα, μπέρδευα τις ελληνικές λέξεις με τις αρβανίτικες»[ii] σημειώνει. Στο Καζνέσι (Βάγια) της Θήβας, γύρω στο ’60 αυτά. Μετά την πρώτη επιτυχημένη συναυλία στον Ορφέα, το ’86, οι έρευνές του εντείνονται και μάλιστα από το ’91 μπαίνουν υπό την αιγίδα του Μουσικού Λαογραφικού Αρχείου, με την καθοδήγηση του Μάρκου Δραγούμη. Μια δεύτερη συναυλία στο Παλλάς το ’98, περιλαμβάνει και τραγούδια της Κάτω Ιταλίας και δίνει το υλικό για ένα δεύτερο δίσκο, το Τριαντάφυλλο του βράχου (MBI, 1998)[iii]. Εν τέλει, οι έρευνες αυτές καταλήγουν σε έναν ογκώδη τόμο με τίτλο Ανθολογία αρβανίτικων τραγουδιών της Ελλάδας (Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, 2002). Είναι η πληρέστερη εργασία που έχει γίνει ως τώρα για τα τραγούδια των Αρβανιτών, μαζί με πολλά ιστορικά και λαογραφικά στοιχεία. Είναι κρίμα μόνο πως αυτό το βιβλίο συνοδεύεται από μόνο ένα CD.        
    Βρεθήκαμε τελικά στο φιλόξενο χώρο του Μουσικού Λαογραφικού Αρχείου, στην Πλάκα. Ο Θανάσης, ο Δημήτρης, και οι ιστορικοί Λεωνίδας Εμπειρίκος και Λάμπρος Μπαλτσιώτης, ειδικευμένοι και οι δύο στην έρευνα των ιστορικά μη-ελληνόφωνων ομάδων του ελλαδικού χώρου. «Ίσως μπορέσαμε να κάνουμε κάποια βήματα αναπαλαίωσης σωστά. Ίσως κάναμε και αυθαιρεσίες. Ίσως αυτό που κάναμε να αποτελεί αντίσταση σε κάποια φθορά του χρόνου, κι αυτό ας είναι ένα σχόλιο για το πώς πορεύεται η παράδοση» παρατηρεί ο Δημήτρης. Ο Θανάσης συμπληρώνει: «Είναι ευτύχημα ότι αυτή η έρευνα έγινε στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή όπου σώζονταν ακόμη πολλά από αυτά τα τραγούδια, τα οποία ύστερα από ζωή αρκετών αιώνων εξαφανίστηκαν μέσα σε μία 20ετία. Έτσι ώστε να μείνουν σαν μια υποθήκη για το μέλλον και να προστεθεί μέσα στο σώμα του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού μια άλλη ιδιαιτερότητα η οποία για διάφορους λόγους είχε αποκοπεί.»
    Οι απόψεις για την καταγωγή τους είναι αντικρουόμενες, αλλά από τον 14ο μ.Χ. αιώνα οι Αρβανίτες ιχνηλατούνται με τρόπο πειστικό. Με αυτό το όνομα –ή το παραπλήσιο Αλβανοί– αναφέρονται από βυζαντινούς χρονικογράφους ήδη από τον 11ο αιώνα. Είναι αβέβαιο τι ακριβώς σχέση έχουν με τους αρχαίους πληθυσμούς της Ιλλυρικής ή της Ελληνικής χερσονήσου, όπως λχ. τους Ιλλυριούς. Προερχόμενοι από μια περιοχή της σημερινής νότιας Αλβανίας μιλούν τα Αρμπëρίστë, μια εκδοχή της μεσαιωνικής νότιας Αλβανικής, και μάλιστα της Τοσκικής. Εγκαθίστανται σε πολλά μέρη της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου, σε Κυκλαδονήσια, και αργότερα σε περιοχές της σημερινής Βουλγαρίας, μέχρι και Ουκρανίας. Κάποιοι φτάνουν και στην Κάτω Ιταλία, το 1534. Ως πληθυσμός της ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, είναι χριστιανοί. Λαός φιλελεύθερος και φιλοπόλεμος, αν και δεν καταφέρνουν να αποκρούσουν την τουρκική εισβολή στα εδάφη τους, στο χώρο της σημερινής Αλβανίας, σύντομα ξεσηκώνονται με ηγέτη τον Γιώργο Καστριώτη Σκεντέρμπεη και καταφέρνουν να ανεξαρτητοποιήσουν για 40 περίπου χρόνια μια σημαντική περιοχή. Όταν οι Οθωμανοί τελικά υπερισχύουν και στις περιοχές αυτές, σημαντικό τμήμα των Αρβανιτών εξισλαμίζεται. Καθώς η Οθωμανική διοίκηση κατέτασσε τους πολίτες της με βάση το θρήσκευμα, οι χριστιανοί Αρβανίτες θεωρούνταν βεβαίως Ρωμιοί. Ως Ρωμιοί ξεσηκώθηκαν κατ’ επανάληψη κατά της Οθωμανικής διοίκησης –χαρακτηριστική περίπτωση οι Σουλιώτες– και διέπρεψαν ως κλέφτες και αρματωλοί –όπως οι Ανδρουτσαίοι– ενώ οι εξισλαμισθέντες έπαιξαν επίσης σημαντικό ρόλο στα εσωτερικά της αυτοκρατορίας, πάντα με πνεύμα αυτονομίας και ανεξαρτησίας· τυπική τέτοια μορφή υπήρξε ο Αλί, ο πασάς των Ιωαννίνων. «Αρβανίτες παινεμένοι, πού ’ν’ ο Αλί Πασάς, καημένοι», λέει το τραγούδι. Οι χριστιανοί συμμετείχαν ενεργά στον αγώνα για τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου χριστιανικού κράτους – ανάμεσα τους ο Ανδρέας Μιαούλης, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, ο Νικόλαος Κριεζιώτης, o Νικόλαος Πλαπούτας, ο Μίλτος Σαχτούρης, οι Κουντουριώτηδες, οι Τζαβελλαίοι, οι Μποτσαραίοι κ.ά. Ναι, βέβαια μιλάμε για τη δημιουργία της νεότερης Ελλάδας. Πολλοί σημαντικοί πολιτικοί του νέου Ελληνικού κράτους ήταν επίσης Αρβανίτες – ο Δημήτριος Βούλγαρης, ο Εμμανουήλ Ρέπουλης, ο Παύλος Κουντουριώτης, ο Θεόδωρος Δ. Πάγκαλος κ.ά.      
    Οι Αρβανίτες που βρέθηκαν στο Ελληνικό κράτος του 1830 αποτελούν μια ομάδα που χαρακτηρίζεται από τους ιστορικούς ως Αρβανίτες της Νότιας Ελλάδας. Είναι η μεγαλύτερη ομάδα Αρβανιτών της σημερινής Ελλάδας, κι έτσι «κατά κάποιο τρόπο λειτούργησε ώστε οι μικρότερες ομάδες να τεθούν υπό την προστασία της. Το σύνολο των συμφραζομένων του Αρβανίτη της Νότιας Ελλάδας έχει υιοθετηθεί από τους Αρβανίτες των Βορείων περιοχών» παρατηρεί ο Λεωνίδας Εμπειρίκος. Πρόκειται για μια από τις εθνοτικές ομάδες που συγκροτούν τον νεοελληνικό εθνικό κορμό και, εξαιρώντας το ερώτημα της γλώσσας, ανέκαθεν ήταν ισότιμοι με τους ελληνόφωνους. Άλλωστε τα χρόνια εκείνα η δημιουργία ανεξάρτητου αλβανικού κράτους είναι πέρα από κάθε σκέψη. Αυτός ο όρος αλλάζει όμως στα χρόνια των Βαλκανικών πολέμων που το Ελληνικό κράτος επεκτείνεται βόρεια, και περικλείει στα σύνορα του ακόμα ένα αριθμό Αρβανιτών. Αυτοί είναι οι Αρβανίτες των Νέων Χωρών· της Ηπείρου, της Φλώρινας και της Θράκης. Πρόκειται για πληθυσμούς που έχουν επίγνωση της εθνοτικής τους ταυτότητας και εν μέρει της συγγένειάς τους με το νεοσύστατο (1913) Αλβανικό κράτος. Σε αντίθεση με τους Αρβανίτες της Νότιας Ελλάδας, χαρακτηρίζουν τη γλώσσα τους σκιπ, όπως και οι Αλβανοί. Για τους μουσουλμάνους Αρβανίτες, 25.000 περίπου, που ζούσαν παραδοσιακά στη Θεσπρωτία, δημιουργούνται μειονοτικά ζητήματα από το 1923, που καταλήγουν στην βίαιη εκδίωξή τους από την Ελλάδα το 1944 με αφορμή τη συνεργασία μερίδας τους με τις ιταλικές και γερμανικές δυνάμεις κατοχής[iv].
    Το Ελληνικό κράτος δεν ενθάρρυνε τη χρήση της αρβανίτικης γλώσσας τον 19ο αιώνα, αλλά και στα οθωμανικά χρόνια, φορείς όπως η εκκλησία υποδαύλιζαν έναν ελληνικό γλωσσικό επεκτατισμό[v]. Η ελληνική γλώσσα με τις παλιές της περγαμηνές ήταν «ανώτερη» από τις άλλες· την βλάχικη και την αρβανίτικη, εν προκειμένω. Ωστόσο, ακόμη και ως τον πόλεμο του ’40, πολλοί Αρβανίτες αντιμετώπιζαν την πάτρια γλώσσα τους με ενθουσιασμό, παρά τις δημιουργούμενες πολιτικές διαφορές[vi]. Μετά το 1913, μετά το 1923, μετά το 1936 και πολύ περισσότερο μετά το 1945 η αρβανίτικη γλώσσα, όπως και όλες οι λιγότερο ομιλούμενες γλώσσες της Ελλάδας βρέθηκαν υπό διωγμό, ως υποδηλώνουσες αλυτρωτικά ζητήματα και ως εν δυνάμει εθνικός κίνδυνος. Μέσα στο διάστημα από το 1830 ως το 1913 έγιναν κάποιες απόπειρες καταγραφής των αρβανίτικων μουσικών παραδόσεων –μελετητές όπως ο Γεώργιος Παχτίκος, ο Κωνσταντίνος Σωτηρίου[vii] κ.ά– αλλά ελάχιστα πράγματα βγήκαν στην επιφάνεια. Από το 1913 και μετά ακολουθεί μια ύφεση που θα γίνει απόλυτη από τη δικτατορία του Μεταξά και μετά. Μετά το 1981 ξαναέρχεται στην επιφάνεια η κάθε λογής έρευνα –ιστορική, γλωσσολογική, λαογραφική– δημιουργούνται σύλλογοι, εμφανίζονται δημοσιεύματα κλπ. Μέσα σ’ αυτό το διάστημα, ειδικά στην κορύφωση της αστυφιλίας της δεκαετίας του ’50 και του ’60, η γλώσσα σημειώνει μια κατακόρυφη πτώση και αντικαθίσταται από την Ελληνική. Επρόκειτο για μια κατάσταση που υποβλήθηκε περισσότερο παρά επιβλήθηκε, καθώς οι επιλογές των φορέων της εξουσίας –κράτος, εκκλησία κλπ– λειτούργησαν ως δέλεαρ. «Οι ίδιοι οι Αρβανίτες πρωτοστάτησαν στην αποαρβανιτοποίηση» παρατηρεί ο Δημήτρης Λέκκας. Και το παράδειγμα του είναι οικογενειακό. Στο Μαρούσι «
o προπάππους μου, που ήταν ιερωμένος, είχε απομακρύνει τα αρβανίτικα από την οικογένεια ήδη στις αρχές του 20ού αιώνα».
    Μια δεκαετία αργότερα, ένα τρίτο στρώμα αλβανόφωνων κατεβαίνει στην Ελλάδα. Πρόκειται για τους Αλβανούς οικονομικούς μετανάστες της δεκαετίας του ’90. Η αντίδραση κάποιων Ελλήνων Αρβανιτών σ’ αυτό το κύμα των επήλυδων αξίζει σχολιασμό: «Τους αντιμετώπιζαν με βδελυγμία. Πολλούς τους έσπασαν στο ξύλο. Δεν ήθελαν να έχουν καμιά σχέση μαζί τους, παρά τη γλωσσική συγγένεια. Οι Αλβανοί βέβαια είχαν τα χάλια τους, όντας οικονομικά εξαθλιωμένοι. Αν επρόκειτο όμως για τίποτα ευκατάστατους, σαν τους Αμερικάνους …» σχολιάζει ο Θανάσης και συμπληρώνει τη φράση του με μια χαρακτηριστική χειρονομία[viii]. Πράγματι τα οικονομικά μεγέθη κινούν τον κόσμο. Όπως πριν μερικές γενιές οι Έλληνες Αρβανίτες απεμπολούσαν την γλώσσα τους ως ανώφελη στη νεοελληνική κοινωνία, σήμερα πολλοί Αλβανοί που έρχονται αναζητώντας δουλειά στην Ελλάδα αποποιούνται ακόμη και τα ονόματά τους και δανείζονται ελληνικά. Με ένα μυστηριώδη τρόπο, ο πολιτισμός των Ελλήνων εξακολουθεί να διαδίδεται σαν τη μελάνη στο στυπόχαρτο και να εξελληνίζει το περιβάλλον του!
    Περνώντας τώρα στη μουσική, οι έρευνες του Μωραΐτη και του Λέκκα, καταδεικνύουν ότι οι αρβανίτικες μουσικές παραδόσεις είναι ουσιαστικά τοπικές και βρίσκονται σε στενή συνάφεια με το –ελληνόφωνο, γενικά– πολιτιστικό τους περιβάλλον. «Ο τόπος αφομοιώνει, καταπίνει» παρατηρεί ο Θανάσης. «Οι Αρβανίτες ήρθαν, έμειναν και απέκτησαν ελληνική συνείδηση. Σε όλη την Ελλάδα, δεν έχουμε βρει ούτε ένα τραγούδι που να απάδει με τον τόπο». Έτσι οι Αρβανίτες της Κορινθίας τραγουδούν τραγούδια μωραΐτικα, οι Αρβανίτες της Θεσπρωτίας τραγούδια ηπειρώτικα και οι Αρβανίτες της Άνδρου τραγούδια νησιώτικα. Πιθανό να υπήρχε ένα παλαιό ρεπερτόριο σχετικό με την εκκλησία –κάλαντα, θρήνοι κλπ– που ήταν κοινό σε όλους τους Αρβανίτες της νότιας Ελλάδας, αλλά ελάχιστα στοιχεία έχουμε γι’ αυτό. «Ουσιαστικά το αρβανίτικο ρεπερτόριο ορίζεται από το γλωσσικό του δείκτη» επισημαίνει ο Λεωνίδας Εμπειρίκος, καθώς οι μουσικές διαφορές με τα ελληνόφωνα τραγούδια της κάθε περιοχής είναι πρακτικά ανύπαρκτες. «Βέβαια, υπάρχουν κάποιες εξαιρέσεις, αλλά είναι τόσο λίγες που είναι αδύνατο να βγάλουμε συμπεράσματα. Παραδειγματικά, στα Βίλια της Θήβας εμφανίζονται μερικές πεντατονικές μελωδίες. Πρόκειται όμως για κατάλοιπο ενός αρχαϊκότερου ρεπερτορίου ή ίσως για σκοπούς που μεταφέρθηκαν αργότερα και δεν πρόλαβαν να αφομοιωθούν;» Πράγματι η παράδοση αλλάζει με την πάροδο του χρόνου. Ο Δημήτρης Λέκκας θυμάται «Είχα καταγράψει κάποιο σκοπό που έμοιαζε εξάσημος. Στις μεταγραφές όμως κάτι δεν μου πήγαινε και σκέφτηκα να τον δοκιμάσω ως πεντάσημο. Πήγαμε το αποτέλεσμα στον ηλικιωμένο πληροφοριοδότη. Το άκουσε και ενθουσιασμένος είπε: Έτσι είναι. Εγώ δεν σας το τραγούδησα σωστά όταν ήρθατε και με ηχογραφήσατε».  
    Ο Δημήτρης αναλύει διεξοδικά τις μουσικές δομές των αρβανίτικων τραγουδιών στα προλεγόμενα της συλλογής του Θανάση. «Τα αρβανίτικα τραγούδια συγκροτούν ένα ρεπερτόριο που έμεινε ουσιαστικά στο πλαίσιο στενών παραδοσιακών κοινοτήτων, κι έτσι δεν εισήλθε σε διαδικασία μεταλλάξεων […] Έτσι διασώθηκαν παλαιότερες αμετάλλακτες νόρμες», παρατηρεί. Χωρίς να μπαίνουμε στις λεπτομέρειες, σημειώνουμε την ύπαρξη τόσο ανημίτονων πεντατονικών όσο και ασυγκέραστων επτατονικών, τόσο διατονικών όσο και χρωματικών. Στους ρυθμούς, είναι χαρακτηριστικό ότι απουσιάζουν οι εννεάσημοι (ζεϊμπέκικο, καρσιλαμάς) καθώς και το τσιφτετέλι[ix]. Είναι μάλλον εμφανές ότι οι αρβανίτικες κοινότητες αντιστάθηκαν μουσικά στο κύμα από τη Μικρασία που κατέκλυσε την Ηπειρωτική Ελλάδα μετά το 1922. Αντίθετα, ρυθμοί τρίσημοι, πεντάσημοι και εφτάσημοι είναι διαδεδομένοι, με τον τσάμικο να ονοματοδοτείται από αρβανίτικη τοπωνυμία.

    «Ένα σημαντικό στοιχείο διαφοροποίησης των αρβανίτικων τραγουδιών από τα ελληνόγλωσσα αφορά στην μετρική ανάλυση των στίχων. Τα ελληνόγλωσσα χρησιμοποιούν, ως επί το πλείστον, τον 15σύλλαβο (ιαμβικό ή τροχαϊκό), τον οποίο αποφεύγουν τα αρβανίτικα. Μόνον ένα αρβανίτικο τραγούδι σε 15σύλλαβο έχει φέρει στο φως η έως τώρα έρευνα, το
Ου γιαμ νιë βλάχë ε μπούκουρ (= Εγώ ’μαι η βλάχα η έμορφη), κι αυτό μας κάνει να πιστεύουμε ότι το συγκεκριμένο τραγούδι δεν είναι αρβανίτικο. Αντίθετα στα αρβανίτικα κυριαρχεί ο 8σύλλαβος τροχαϊκός –και σε μερικές περιπτώσεις ο ιαμβικός– είτε σε πλήρη μορφή, είτε ελλειπτικός (7σύλλαβος) είτε με προανάκρουσμα (9σύλλαβος), τον οποίο ελάχιστα χρησιμοποιούν τα ελληνόγλωσσα. Μπορεί να ειπωθεί ότι οι Αρβανίτες προσθέτουν ή αφαιρούν συλλαβές, αδιαφορώντας για το ενιαίο της δομής του στίχου.»[x]
    Αυτού του είδους το ρεπερτόριο απανθίζεται σε εκδόσεις του Μουσικού Λαογραφικού Αρχείου· την Καρυστία (CD, 1998), τις Μονωδίες από τον Παρνασσό και τον Ελικώνα (CD, 1999) και πιο συστηματικά στα Αρβανίτικα τραγούδια από τα χωριά της Φλώρινας, της Κόνιτσας και του Έβρου (CD, 2006) και βέβαια στο προαναφερθέν βιβλίο και τα δυο CD του Θανάση Μωραΐτη. Αρβανίτικα τραγούδια περιλαμβάνονται επίσης στη συλλογή Τραγούδια και χοροί της Σαλαμίνας (επιμέλεια Λευτέρη Δρανδάκη, Λύκειο Ελληνίδων, LP 1991, CD 2002[xi]) και στη Ελληνική Μουσική Παράδοση της Κάτω Ιταλίας (επιμέλεια Λάμπρου Λιάβα και Νίκου Διονυσόπουλου, Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, LP 1983, CD 2007). Μια πλήρης καταγραφή αρβανίτικων τραγουδιών από τα Αθίκια της Κορινθίας, που έγινε κι αυτή για λογαριασμό του ΠΛΙ, δεν κυκλοφόρησε τελικά[xii]. Σ’ αυτό τον χώρο πρέπει να αναφέρει κανείς επίσης τα Αρβανίτικα τραγούδια του Βαγγέλη Κώτσου (ΜΒΙ, 1999) και τις λίγες σποραδικές ηχογραφήσεις του Παναγιώτη Λάλεζα. Τέλος ένα αρβανίτικο τραγούδι από το Χέλι της Αργολίδας περιλαμβάνει ο Wolf Dietrich στο
Folk music of Greece (Topic, LP 1974, CD 1994).
    Όπως και στο ελληνόφωνο ρεπερτόριο, έτσι και για τους Αρβανίτες στη δεκαετία του ’30 συντελέστηκαν αλλαγές στη μουσική. Η εδραίωση της δισκογραφίας και η κινητικότητα των μουσικών προκάλεσαν την εμφάνιση ενός μικρού παν-αρβανίτικου ρεπερτορίου, το οποίο όμως στην πραγματικότητα δεν υπέχει καμιά αρχαιότερη κοινή παράδοση. Οι ανάγκες της δισκογραφίας προσάρμοσαν τις διαστηματικές δομές αλλά και την αισθητική σ’ αυτή των αναπτυσσόμενων, τότε, στούντιο ηχογραφήσεων. Ήδη από τα χρόνια του Όθωνα υπήρχαν μεταγλωττίσεις αρβανίτικων τραγουδιών στην ελληνική και σε σημαντικό βαθμό συνέβαινε και η αντίστροφη διαδικασία. Έτσι στην εμπορική δισκογραφία εμφανίζονται παλαιά αρβανίτικα τραγούδια στα ελληνικά αλλά και ελληνικά τραγούδια στα αρβανίτικα, και αυτό συνεχίζεται ως τις μέρες μας.    
    Η πληρέστερη καταγραφή της αρβανίτικης δισκογραφίας ανήκει αδιαφιλονίκητα στον Λάμπρο Μπαλτσιώτη[xiii]. Ανθολογώντας αυτή την καταγραφή, στεκόμαστε καταρχήν στους δίσκους 78 στροφών που κυκλοφόρησε προπολεμικά ο Γιώργος Παπασιδέρης (επανέκδοση με επιμέλεια του Θανάση Μωραΐτη στο CD
Ο Γιώργος Παπασιδέρης τραγουδά σπάνια δημοτικά τραγούδια, FM 1997). Αναφέροντας τον ένα και μοναδικό δίσκο 45 στροφών του Μιχάλη «Μενιδιάτη» Καλογράνη με δύο αρβανίτικα τραγούδια το 1963[xiv], πρέπει να μιλήσουμε για τον Αλέκο Δήμου, που το 1977 κυκλοφορεί τον πρώτο δίσκο αποκλειστικά με αρβανίτικα τραγούδια και παραμένει από τότε δραστήριος. Στη σχετική άνθηση που ακολουθεί μετά το 1980, τραγουδιστές όπως ο Κώστας Πισίνας, ο Νίκος Πανουργιάς και ο Θανάσης Σίνης (από την Αττική) και ο Σέας Γκίκας (από τη Θεσπρωτία) έχουν να παρουσιάσουν αρκετές κυκλοφορίες. Αυτές οι κυκλοφορίες στη μεγάλη τους πλειοψηφία προέρχονται από μικρές ανεξάρτητες εταιρείες, και μερικές είναι ιδιωτικές εκδόσεις. Ορισμένες πραγματοποιήθηκαν μόνο σε κασέτες, και πολλές περιέχουν και ελληνόφωνο ρεπερτόριο[xv].
    Οι γνώμες για το μέλλον της αρβανίτικης παράδοσης αναπόφευκτα χαρακτηρίζονται από μια κυκλοθυμικότητα. «Πριν 10 χρόνια, εγώ ο ίδιος έλεγα ότι αυτά τα τραγούδια υπάρχουνε και θα συνεχίσουν να υπάρχουνε για πολλά χρόνια ακόμη. Τώρα αισθάνομαι ότι το αρβανίτικο τραγούδι βαίνει προς εξαφάνιση. Παρόλα αυτά κανείς δεν ξέρει πώς θα γυρίσει το πράγμα» ομολογεί ο Θανάσης. Όμως, «ακόμη και σε μέρη όπου η γλώσσα είναι σε μεγάλη υποχώρηση, το αρβανίτικο τραγούδι ακόμη εξακολουθεί να διατηρεί ένα συμβολικό χαρακτήρα, μια σημασία ως εθνοτικός δείκτης. Στα Σπάτα λχ. της Αττικής ακόμη ακούγονται αρβανίτικα τραγούδια σε γιορτές. Έτσι για να δείξουν ότι κάτι κρατάνε, ακόμη και αν δεν καταλαβαίνουν τι σημαίνει» παρατηρεί ο Λάμπρος.
    Το ουσιώδες είναι ότι η μακρόχρονη έρευνα βοήθησε να ξέρουμε πλέον με αρκετή ακρίβεια τι υπήρχε πριν τις ανακατατάξεις της μεταπολεμικής Ελλάδας και της ευρύτερης περιοχής των Βαλκανίων. Η γνώση αυτή είναι θεμελιώδους σημασίας αν θέλουμε να φτάσουμε σε μια κοινωνία με περισσότερη ισότητα και δικαιοσύνη. «Οτιδήποτε τραγουδιέται στην Ελλάδα σε άλλη γλώσσα πλην της ελληνικής εξακολουθεί να έχει ένα στίγμα, μια ρετσινιά. Θεωρείται αποφευκτέο. Ο πληθυσμός μπορεί να έχει ενσωματώσει αυτή την αντίληψη, αλλά αυτό δεν σημαίνει την απουσία μιας αρνητικής κρατικής στάσης.» παρατηρεί ο Λάμπρος. Ο Θανάσης προσθέτει: «Όμως, η τέχνη αδιαφορεί παντελώς για όλες αυτές τις μικρότητες των ανθρώπων, οι οποίες ίσως και να είναι δικαιολογημένες. Ένας μουσικός οφείλει να ενδιαφέρεται για την αντικειμενική θεώρηση του πράγματος, να επιζητεί να φέρει στο φως πράγματα ξεχασμένα για να βοηθήσουν στη συγκριτική μελέτη. Η ελληνική μουσική οφείλει ευχαριστίες σε όλους εκείνους οι οποίοι δούλεψαν για τα αρβανίτικα τραγούδια[xvi]

«Ασχοληθήκαμε με μια υπόθεση η οποία επί μακρόν απασχόλησε την ελληνική κοινωνία και το ελληνικό κράτος. Προσπαθήσαμε, ο καθένας στον τομέα του, να ερευνήσουμε αυτό το θέμα με σκοπό να αποκομίσουμε μια εικόνα ξεκαθαρισμένη από προκαταλήψεις και από συναισθηματικές φορτίσεις κάθε είδους, έτσι ώστε να μπορέσουμε να αποκαταστήσουμε τα αρβανίτικα τραγούδια σαν μια από της ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει η νεοελληνική κοινωνία.» Γιατί πράγματι, με τις προοπτικές που διαφαίνονται στον 21ο αιώνα, τόσο η ιστορική ακρίβεια όσο η πολιτιστική πολυμορφία αποτελούν εφόδια και κοσμήματα της κάθε κοινωνίας, σε αντίθεση με το μονολιθικό, ουτοπικό ιδεώδες των εθνικών κρατών που προτάθηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα. Είναι στο χέρι μας, τώρα που έχουν γίνει όλα αυτά, να φροντίσουμε όλοι να μείνει ζωντανός αυτός ο πλούτος, που κάνει τον τόπο που ζούμε ακόμη πλουσιότερο.

**********************

[i] Kαι επίσης δασκάλου του Θανάση στην εκκλησιαστική μουσική. Ο Θανάσης αναλύει με πολύ περισσότερες λεπτομέρειες τα στάδια της προσέγγισής του στο βιβλίο του Ανθολογία αρβανίτικων τραγουδιών της Ελλάδας (ΚΜΣ, 2002). 

[ii] Εισαγωγικό σημείωμα στα Αρβανίτικα Τραγούδια (Ιουλιανός, 1988 – FM, 2001)

[iii] Λόγοι χώρου μας κάνουν να παραλείπουμε τις πλήρεις λίστες των συντελεστών αυτών των δίσκων –ανάμεσά τους, η Αφροδίτη Μάνου, η Δόμνα Σαμίου, ο Νίκος Γράψας κ.ά.

[iv] Λένα Διβάνη, Ελλάδα και μειονότητες (Καστανιώτης, 2002). Επίσης Γιώργος Μαργαρίτης, Ανεπιθύμητοι συμπατριώτες (Βιβλιόραμα, 2005).

[v] Σχετικά στον Νικόλαο Σιώκη, Η βλαχική γλώσσα και οι προσπάθειες διατήρησής της από τους Βλάχους, περιοδικό Ελιμειακά, τ. 48-49, Δεκέμβριος 2002. Ο Κοσμάς ο Αιτωλός υπήρξε ιδιαίτερα δραστήριος σ’ αυτή την κατεύθυνση.

[vi] Ο Λάμπρος μνημονεύει ότι στα αρχεία απαντώνται πολλές μαρτυρίες υπουργών, στρατηγών, πρέσβεων κλπ οι οποίοι  υπερηφανεύονται  για τη γνώση των αρβανίτικων, αλλά και τη συγγένειά τους με τους Αλβανούς, κάτι που δεν έρχεται σε αντίθεση με την ελληνική τους ταυτότητα και την πολιτική του ελληνικού κράτους απέναντι στο αλβανικό εθνικό κίνημα.

[vii] Πολλά στοιχεία για την εξέλιξη και τα προβλήματα της γλώσσας στο συλλογικό τόμο του Κ.Ε.Μ.Ο. Γλωσσική Ετερότητα στην Ελλάδα (Αλεξάνδρεια 2001)

[viii] Περισσότερα για αυτό το θέμα στο βιβλίο του Κ.Ε.Μ.Ο, ό.π.

[ix] Στη Σαλαμίνα υπάρχει η, σπάνια σε ελληνόγλωσσα τραγούδια, ρυθμική υποδιαίρεση 2.2.3 στο χορό της Τράτας.

[x] Απόσπασμα από την Ανθολογία Αρβανίτικων τραγουδιών της Ελλάδας, ό.π.

[xi] Ιδιοτυπία αυτής της έκδοσης είναι ότι το LP περιλαμβάνει τα τραγούδια στα Ελληνικά αλλά το μεταγενέστερο CD στα αρβανίτικα. 

[xii] Μαρτυρία του Μάρκου Δραγούμη στο βιβλίο του Κ.Ε.Μ.Ο, ό.π. Αυτό μάλλον εξηγεί την απουσία του δίσκου με αριθμό 5 από τη σειρά του ΠΛΙ.

[xiii] Λάμπρος Μπαλτσιώτης, Η δισκογραφική παραγωγή στα αρβανίτικα και τα βλάχικα στην μεταπολεμική Ελλάδα στον συλογικό τόμο Ετερότητες και Μουσική στα Βαλκάνια (Τμήμα Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής ΤΕΙ Ηπείρου, 2008).

[xiv] Να σημειώσουμε ότι μπουζούκι σ’ αυτές τις δύο ηχογραφήσεις παίζει ο Βασίλης Τσιτσάνης.

[xv] Μια σειρά γενικές παρατηρήσεις που είχα γράψει σχετικά με τη συνύπαρξη ελληνόφωνου και ετερόγλωσσου ρεπερτορίου, τη συμμετοχή των ίδιων μουσικών σε αμφότερες τις κοινότητες κλπ. με αφορμή τα βλάχικα τραγούδια σε παλαιότερο Διφώνο (τ. 1/2009, αναδημοσιεύεται στη σελίδα του Διφώνου στο διαδίκτυο) ισχύουν και εδώ.

[xvi] Μια πληρέστατη λίστα αυτών των παλαιότερων μελετητών παραδίδεται στην Ανθολογία αρβανίτικων τραγουδιών της Ελλάδας, ό.π.

                                        ************************