εκδόσεις ως ερευνητής
Ανθολογία
αρβανίτικων
τραγουδιών
της
Ελλάδας
Καταγραφή 150 αρβανίτικων τραγουδιών σε νότες με ιστορικές, γλωσσολογικές, μουσικολογικές, προσωδιακές και μετρικές αναλύσεις. Η έκδοση συνοδεύεται από CD στο οποίο ακούγονται όλα τα καταγεγραμμένα τραγούδια από επιτόπιες κυρίως ηχογραφήσεις.
Πρόλογος: Μάρκος Φ. Δραγούμης. Θεωρητικά προλεγόμενα,
μουσικολογική
ανάλυση:
Δημήτρης
Λέκκας.
............................................
Το έξώφυλλο της β΄ έκδοσης (2011)
… Από τ’ άλλα τέσσερα νησιά (Σαλαμίνα, Πόρος, Ύδρα, Σπέτσα) δεν ξέρω να υπάρχουν ούτε μελωδίες, μα ούτε και κείμενα. Τα νησιά αυτά είναι αλβανόφωνα, και θα έπρεπε ν’ ασχοληθούμε μ’ ένα ζήτημα ενδιαφέρον της λαογραφίας μας: τη συμβίωση, στην Ελλάδα, μα και στα ίδια τ’ αλβανόφωνα μέρη, του ελληνικού και του αρβανίτικου τραγουδιού. Οι νησιώτες αυτοί τραγουδούν και στις δύο γλώσσες, κι όταν οι αλβανόφωνοι τραγουδούν τα ελληνικά τραγούδια φαίνεται να μην τα λεν διαφορετικά από τους ελληνόγλωσσους.
Κείμενο του Μάρκου Φ. Δραγούμη
Στην
εισαγωγή
του βιβλίου
του 260 Δημώδη ελληνικά
Άσματα,
τόμος Α΄
(Βιβλιοθήκη
Μαρασλή,
Αθήναι
1905), ο Γεώργιος
Παχτίκος
γράφει:
«Εκτός των
ελληνικών
δημοτικών
ασμάτων η εμή
συλλογή
περιλαμβάνει
ποικίλα
ξενόφωνα
τοιαύτα.
Πολλαχού
του
ελληνικού
κόσμου
υπάρχουσιν […]
λαλούντες
άλλην ή την
πάτριον
γλώσσαν. […] Παρά
τοις
ξενοφώνοις
λοιπόν
τούτοις
Έλλησιν, εκτός
των ελληνιστί
αδομένων
ασμάτων
υπάρχουσιν
και
άσματα
τουρκιστί,
αρμενιστί,
αραβιστί,
βουλγαριστί,
βλαχιστί και
αλβανιστί
αδόμενα, ων
όμως το
περιεχόμενον
του μέλους
και της
ποιητικής
εννοίας
είναι
καθαρώς
ελληνικά».
Από τις
μελωδίες
αυτές ο
Παχτίκος
δημοσίευσε
μόνο
μία. Πρόκειται
για το «Τë
ντούα» (= σε
θέλω) που κατά
τον
συλλογέα
«άδεται εν
Βερατίω της
Αλβανίας υπό
των
αλβανοφώνων
Ελλήνων» (σ. 340).
Επί πλέον
στην
υποσημείωση
της ίδιας
σελίδας μάς
ενημερώνει ότι
εκτός από το
«Τë
ντούα», «…
είναι
πασίγνωστον
και το εν
Ελλάδι τω
Σαββάτω του
Λαζάρου
αδόμενον
αλβανικόν
δημώδες άσμα
“Έρδε Λάζαρε
περδέ” (= Ήρθες
Λάζαρε στη γη,
δηλ.
αναστήθηκες).
Τα υπόλοιπα
ξενόφωνα
τραγούδια
του
ελληνικού
χώρου που
είχε
καταγράψει ο
Παχτίκος
επρόκειτο
να
περιληφθούν
σ’ ένα
δεύτερο τόμο
στην ίδια
σειρά. Αυτός ο
τόμος όμως
δεν είδε
ποτέ το φως
της
δημοσιότητας.
Δεν ξέρουμε
γιατί δεν
πραγματοποιήθηκε
η
έκδοσή
του. Ένα όμως
είναι βέβαιο:
ότι το
ενδιαφέρον
του Παχτίκου
για το
«έτερον» στη
μουσικοποιητική
μας παράδοση,
ήταν του
ίδιου τύπου
με αυτό του
συνεργάτη
του
Μουσικού
Λαογραφικού
Αρχείου
Θανάση Μωραΐτη.
Πρόκειται για
το
ενδιαφέρον
ενός
παθιασμένου
συλλέκτη
«άνευ ορίων
άνευ όρων», όπως
θα έλεγε ο
Ανδρέας
Εμπειρίκος.
Το
ενδιαφέρον
εκείνο που
παρασύρει
τους ανά τον
κόσμον
εθνομουσικολόγους
να
ταξιδεύουν
σε απόμακρες
γωνιές του
πλανήτη, ή
ακόμη και σε
άλλους
πλανήτες, για
να βρουν το
«διαφορετικό»,
να μάθουν, να
διαφωτιστούν
και
να
διαφωτίσουν.
Μπορεί ο
Παχτίκος, ίσως
από μια εύλογη
σκοπιμότητα,
να
δηλώνει
ότι μαζεύει τα
ξενόφωνα μόνο
γιατί
περιέχουν μέλη
και έννοιες
«ακραιφνέστατα
ελληνικές»,
αλλά στο
βάθος,
εκείνο που
τον υποκινεί,
παράλληλα με
την
αγάπη του
για κάθε τι
το ελληνικό,
είναι το
ανήσυχο
πνεύμα του
Οδυσσέα, που
θέλει
όλα να
τα δει και
όλα να τα μάθει.
Η παρούσα
ανθολογία
είναι καρπός
μιας
μακροχρόνιας,
κοπιαστικής
έρευνας. Και
προέρχεται
όχι μόνο από βαθύ
γνώστη της
γλώσσας των
ανθολογούμενων
τραγουδιών,
αλλά και
ικανότατο
μουσικό.
Πρόκειται για
ένα έργο που
έρχεται να
γεμίσει ένα
σημαντικό
κενό –η
αρβανίτικη
δημοτική
ποίηση έχει
καταγραφεί,
ελάχιστα όμως
η
μουσική
της– και
να
επιτρέψει να
τοποθετηθεί
η μελέτη της
δημοτικής
μας
μουσικής σε
μια
ευρύτερη βάση.
Γιατί σε
τελευταία
ανάλυση, μόνο
με τέτοιου
είδους
βιβλία θα
φτάσουμε
στις
συγκριτικές
μελέτες που
τόσο πολύ μας
χρειάζονται
για να
διευρυνθούν
οι
εθνομουσικολογικοί
μας
ορίζοντες.
Αθήνα, 21
Απριλίου 2002
Πρόλογος
-
ιστορικό της έκδοσης
του Θανάση Μωραΐτη
Η
ενασχόλησή
μου με τα
αρβανίτικα
τραγούδια
άρχισε
το 1985, χρονιά
που γνώρισα
τον ερευνητή
και
συγγραφέα
Αριστείδη
Κόλλια.
Αμέσως
μετά την πρώτη
συναυλία με
αρβανίτικα
τραγούδια
που έγινε τον
ίδιο
χρόνο στο
θέατρο
«Ορφέας» στην
Αθήνα, άρχισα
σιγά-σιγά, και
αργότερα πιο
συστηματικά,
τις
επιτόπιες
έρευνες
στις
περιοχές όπου
ήξερα ή μάθαινα
ότι
τραγουδούσαν
ακόμη οι
ντόπιοι τα
αρβανίτικα
τραγούδια
τους.
Τρία ήταν,
και
εξακολουθούν
να είναι, τα
πλεονεκτήματα
της έρευνάς
μου: α) οι
έρευνες των
προηγούμενων
από μένα
ερευνητών
και η έκδοσή
τους σε
βιβλία, β) η
προθυμία των
ανθρώπων να
μου
τραγουδήσουν
και γ) το ότι
ήξερα να μιλάω
τη γλώσσα.
Τα βιβλία
του Κώστα
Μπίρη, του
Πέτρου
Φουρίκη, του
Χρίστου-Πέτρου
Μεσογείτη,
του
Αριστείδη
Κόλλια, της
Γιόνας
Μικέ-Παϊδούση,
της Μαρίας
Δέδε, του
Νίκου
Σαλτάρη,
του Γιάννη
Γκίκα, του
Τίτου
Γιοχάλα, του
Γιάννη Λιάπη,
του Τάσου
Καραντή, του
ιερωμένου
Παύλου
Αποστολόπουλου,
η μακροχρόνια
έρευνα
(ανέκδοτη έως
τώρα) των
Λάμπρου
Μπαλτσιώτη
και Λεωνίδα
Εμπειρίκου,
αλλά και τα
τοπικά
περιοδικά
και
χειρόγραφα
άγνωστων
ανθρώπων στον
εκδοτικό
χώρο με μικρές
αλλά
σημαντικές
τοπικές
έρευνες, ήταν
εκείνα τα
οποία
συμβουλευόμουν
συνεχώς κατά
την
πρόοδο
της έρευνάς
μου.
Πολλούς από
τους
προαναφερόμενους
τους γνώρισα
και
συνδέθηκα
μαζί τους με
στενή
φιλία. Κι
ήταν αυτό ακόμη
πιο
ουσιαστικό
από την ανάγνωση
των βιβλίων
τους, γιατί
η
συμβολή
τους στην
καθοδήγηση
της έρευνάς
μου γινόταν από
αγάπη και ήταν
απόρροια του
κοινού μας
στόχου, έστω
και με
διαφορές και
διαφωνίες
στον
τρόπο
προσέγγισης:
της
ανάσυρσης
και
επικόλλησης
ξεχασμένων
μελών στο σώμα
του λαϊκού
ελληνικού
πολιτισμού.
Βρίσκω την
ευκαιρία,
μέσα από αυτό το
βιβλίο, να
εκφράσω την
ευγνωμοσύνη
μου στο
πρόσωπό
τους, στην
έρευνά τους
και στη
βοήθειά
τους.
Συνεχίζω την
έρευνα που
ξεκίνησαν
αυτοί, σε
δυσκολότερες
από ό,τι εγώ
συνθήκες,
και καταθέτω
μεγάλο μέρος
της
στην παρούσα
έκδοση, με την
εύλογη
επιθυμία να
την
συνεχίσουν
οι
επόμενοι.
Την
ευγνωμοσύνη
μου εκφράζω
και σε
όλους τους
ερασιτέχνες
τραγουδιστές
που
αφιέρωσαν
ώρες από τη ζωή
τους,
τραγουδώντας
μου τα
εντελώς
άγνωστα σε
μένα,
αλλά και
στους
περισσότερους
συντοπίτες
τους,
αρβανίτικα
τραγούδια.
Χωρίς όμως
την αρωγή του
συνθέτη Δημήτρη
Λέκκα θα ήταν
εντελώς
αδύνατο να
οδηγηθεί
η
αρχικά
ενστικτώδης
έρευνά μου σ’
αυτό το
αποτέλεσμα.
Οι
πρωτοπόρες
θεωρητικές
έρευνές του
έδωσαν το
«σχήμα» που
επιθυμούσα
στη
δημοσιοποίησή
της.
Ο Μάρκος
Δραγούμης
και το
Μουσικό
Λαογραφικό
Αρχείο Μέλπως
Μερλιέ μπήκαν
στη ζωή
μου το
1991. Μετά το
αρχικό σοκ
που έπαθα από
το υλικό που
είδα και
άκουσα
εκεί,
άρχισα να μιλάω
λιγότερο γι’
αυτά που
νόμιζα ότι ήξερα
(βλέπετε το
θράσος του
αδαούς κτλ.)
και σιγά-σιγά
συστηματοποίησα
την καταγραφή
των ερευνών
μου, αυτή
τη φορά κάτω από
τα φτερά του
Μάρκου
Δραγούμη
(πολλές φορές
χωρίς να το
ξέρει).
Η
παράγραφος
ενός από τα
βιβλία της
Μέλπως Μερλιέ
που παραθέτω
σε
προηγούμενη
σελίδα, η
ανυπαρξία
βιβλίων με
αρβανίτικα
τραγούδια
γραμμένα σε
νότες
με
μουσικολογικές,
προσωδιακές
και μετρικές
αναλύσεις
των
τραγουδιών
(πλην
μερικών
απλών
καταγραφών
που υπάρχουν
στο βιβλίο
του Γιάννη
Γκίκα με
τραγούδια
της
νότιας
Εύβοιας, του
Νίκου Σαλτάρη
με τραγούδια
από τη Σαλαμίνα,
του
Μάρκου
Δραγούμη σε
βιβλίο των
Βλάση
Μαστροκώστα
και Χρήστου
Μητροπέτρου,
επίσης με
τραγούδια
της νότιας
Εύβοιας και
του γράφοντα
σε βιβλίο
της Γιόνας
Μικέ-Παϊδούση), η
συνεχής πίεση
του
δασκάλου
μου Σπύρου
Περιστέρη να
προχωρήσω
την έρευνα των
«δικών μας
τραγουδιών»,
όπως
αποκαλούσε
τα αρβανίτικα
τραγούδια,
καθώς και η
επιθυμία του
Μάρκου
Δραγούμη να
πραγματοποιηθεί
το όνειρο
της
Μέλπως Μερλιέ
ήταν τα
καθοριστικά
γεγονότα για
την απόφασή μου
να
εργαστώ
συστηματικά
για την
έκδοση του
παρόντος
βιβλίου.
Πέρα από
τις
καταγραφές
που έκανα ο
ίδιος, πολλές
ηχογραφήσεις
μού έδωσαν οι
περισσότεροι
από τους
προαναφερόμενους
ερευνητές-συγγραφείς
με τη
συνοδευτική
φράση «σε σένα
θα πιάσουν
τόπο».
Συγκεκριμένα,
τα τραγούδια
αρ. 1-20 της
παρούσας
έκδοσης
καταγράφηκαν
έτσι όπως μού
δόθηκαν το 1985 από
τον Αριστείδη
Κόλλια. Από
αυτά, τα
αρ. 9, 12
και 17 μάς τα
έκανε γνωστά η
Φωτούλα
Σοφού
(γεννήθηκε
στην Περαχώρα,
μένει στο
Χιλιομόδι) η
οποία και τα
τραγούδησε
στο πρώτο cd με αρβανίτικα τραγούδια
(βλ. σημ. τραγουδιού αρ. 1)
Τα
αρ. 29β
και 74-81
καταγράφηκαν
από τις
ηχογραφήσεις
που έκανε το
Μουσικό
Λαογραφικό
Αρχείο το 1999
σε αποστολή
στα χωριά της
Λιβαδειάς
Κυριάκι και
Ζερίκι,
με τον
Μάρκο
Δραγούμη, τον
Λεωνίδα
Εμπειρίκο
και τον
γράφοντα.
Από τους
ίδιους έγιναν
και οι
ηχογραφήσεις
των αρ. 110-118α, 123α, 124
και 140
σε τρία
χωριά της
Φλώρινας
(Λέχοβο,
Φλάμπουρο,
Δροσοπηγή)
και σε ένα της
Κόνιτσας
(Πληκάτι) το 1996.
Το αρ. 54β
ηχογράφησε
το 1975 στη
Σαλαμίνα ο
Μάρκος
Δραγούμης
και το αρ. 109 το
1961 στο
Λέχοβο της
Φλώρινας ο
ίδιος με τον
Γιάννη Άννινο.
Τα αρ.
118β-122, 123β, 125, 138 και 139
ηχογράφησε η
Κωνσταντίνα
Καραμπατάκη
το 1995
στην
Δροσοπηγή
της Φλώρινας.
Σχεδόν
όλα
τα τραγούδια
από την Περαχώρα
και τα Πίσια
της
Κορινθίας
καταγράφηκαν
από τις
ηχογραφήσεις
που έκαναν
εκεί η Σωτηρία
Νικολοπούλου
με τον άντρα
της
Αντρέα
Νικολόπουλο
το 1971 και η Ντίνα
Τασιοπούλου
το 1986.
Το αρ.
40β
ηχογράφησε ο
Λευτέρης
Δρανδάκης
για
λογαριασμό
του
Λυκείου
Ελληνίδων
στη
Σαλαμίνα το 1991
και υπάρχει
στον δίσκο Τραγούδια και χοροί
της Σαλαμίνας.
Τα
αρ. 53, 55α, 57α, 60, 61α&β
και 62
ηχογράφησε
το 1982 στη
Σαλαμίνα ο
Νίκος
Σαλτάρης και
την κασέτα με
αυτές τις
ηχογραφήσεις
μού έδωσε η
Μαρία
Μπούτση από
τη Σαλαμίνα.
Τα
αρ. 54α, 55β και 57β
καταγράφηκαν
από
δίσκους 78
στροφών που
κυκλοφόρησαν
το 1932 με τον
Γιώργο
Παπασιδέρη.
Τα αρ. 56α και β, 72,
82-84α,
85, 86, 91, 92, 94-105 και 126-135
είναι από
ηχογραφήσεις
που έκανε η
Μαρία
Δέδε το 1977 στην
Αργολιδοκορινθία,
στην Παιανία
της Αττικής
και στην
Κοίμηση
Σερρών.
Τα
αρ. 87, 88 και 89
είναι από
ηχογραφήσεις
που έκανε η
Γιόνα
Μικέ-Παϊδούση
το
1967, 1955 και 1981
αντίστοιχα,
στην
Ερμιονίδα.
Τα
αρ. 64 και 65 είναι
από
ηχογραφήσεις
που έκανε ο
Δήμος
Φιωτάκης στη
νότια
Εύβοια το 1994.
Τα αρ. 66, 67
και 68 είναι
από
ηχογραφήσεις
που έκανε ο
Γιάννης
Γκίκας
στη νότια
Εύβοια το 1977.
*************************
Οι
Αρβανίτες
και τα
τραγούδια
τους στον
ελλαδικό
χώρο
Πρόλογος
Η παρουσία
σήμερα των μη
ελληνόφωνων
ομάδων μέσα
στα όρια του
ελληνικού
κράτους θα
μπορούσε να
θεωρηθεί
υπόλειμμα της
προεθνικής
πραγματικότητας
του
χώρου αυτού. Η
σημερινή
εικόνα αυτών
των ομάδων
μαρτυρεί για
την πρόοδο
της
ιστορικής
εθνοποιητικής
διαδικασίας
που
χαρακτήρισε
τη διάλυση των
προεθνικών
κρατικών
σχηματισμών
και που
έμελλε να
ομογενοποιήσει
ως ενιαίες
γεωγραφικές
περιοχές,
κατασκευάζοντας
την εθνική
φυσιογνωμία
του χώρου
και
εξωθώντας
στην
εξάλειψη της
εθνογλωσσικής
πολυμορφίας
που
χαρακτήριζε
το οθωμανικό
έδαφος.
Παγιδευμένες
μέσα στα
γρανάζια του
εθνικού
φαινομένου
οι μη
ελληνόφωνες
ομάδες –όσες
δεν
αποτέλεσαν
αντικείμενο
ανταλλαγής
πληθυσμών ή
άλλων βίαιων
μετακινήσεων–
ακολούθησαν
πορεία
σταδιακής
γεωγραφικής
συρρίκνωσης,
συνοδευόμενης
από τη χαλάρωση
του
γλωσσικού
ιστού και
την αύξηση της
διγλωσσίας (bilingualism),
επακόλουθα
της
υποχώρησης
της τοπικής
γλώσσας
μπροστά στην
ιδεολογική
κυριαρχία της
ελληνικής.
Μια σειρά
από σφαίρες
στο δημόσιο
χώρο, στις
οποίες η άλλη
γλώσσα ήταν
ευπρόσδεκτη ή
ανεκτή
παραχωρούνται
στη
«δικαιοδοσία»
μιας γλώσσας
υψηλού
κύρους, της
επίσημης
εκδοχής της
ελληνικής,
υποβιβάζοντας
ταυτοχρόνως
την
ομιλούμενη
άλλη
γλώσσα σε
χρήσεις
ολοένα και
πιο στενές.
Κάτω από αυτές
τις
συνθήκες, τα
στοιχεία
της
πολιτισμικής
ταυτότητας
των μη
ελληνόφωνων
ομάδων
αποτέλεσαν
το
αντικείμενο
διαρκούς
διαπραγμάτευσης
με το κράτος
και την εθνική
ιδεολογία.
Πιο
συγκεκριμένα
στη μουσική, η
συρρίκνωση
της γλώσσας
απεικονίζεται
στη
μείωση του
αλλόγλωσσου
ρεπερτορίου
και την
αντικατάστασή
του από το
γεωγραφικά
κοντινό
ελληνόγλωσσο
ρεπερτόριο, ή
και από το δια
των εθνικών
δικτύων
υιοθετούμενο
ως
το κατ’
εξοχήν εθνικό,
με ακραίο
χρονικά
αποτέλεσμα
τη συμβολική
διατήρηση ενός
ελάχιστου
μέρους του,
σήμερα πια ως
συμβόλου (marker)
της τοπικής
ταυτότητας. Τα
ίδια ισχύουν,
ώς ένα βαθμό, και
για τις
ελληνόγλωσσες
διαλεκτόφωνες
ομάδες κάθε
περιοχής της
επικράτειας,
ακόμη και για
εκείνες τις
ομάδες των
οποίων η
μουσική
έκφραση ήταν
πλησιέστερη
στην «εθνική
μουσική».
Εξαίρεση σ’
αυτή τη
γενικότερη
τυπολογία
αποτελεί η
μειονότητα
της Θράκης,
κυρίως λόγω
του
θεσμικού
της
καθεστώτος.
Στο
πλαίσιο
αυτής της
διαπραγμάτευσης
εγγράφεται
και η απουσία
της
αλλόγλωσσης
παράδοσης από
οποιαδήποτε
επίσημη
απεικόνιση
του
ελληνικού
φολκλόρ, με
πρώτη συνέπεια
την
περιορισμένη
καταγραφή
της
πολιτισμικής
έκφρασης των
μη
ελληνόφωνων
ομάδων από την
ελληνική
λαογραφία,
ασχολούμενη
κυρίως με τη
συλλογή
εθνογραφικού
υλικού
ελληνόγλωσσου.
Εν
τούτοις
η μελέτη της
ελληνικής
μουσικής
δεν είναι παρά
τεχνητά
διακριτή από τη
μουσική
των μη
ελληνόφωνων
ομάδων, με την
οποία
βρισκόταν –και
βρίσκεται σε
πολλές
περιπτώσεις
ακόμα και
σήμερα–
σε σχέση
συνεχών
αλληλεπιδράσεων.
Άλλωστε η
γλώσσα δεν
αποτελεί,
επ’ ουδενί
λόγω,
αδιαπέραστο
σύνορο
μεταξύ των
διαφόρων λαϊκών
παραδόσεων
μιας
συγκεκριμένης
περιοχής
–όπως την
ονειρεύτηκαν
οι
ρομαντικοί
εθνογράφοι
του 19ου
αιώνα– και
συνεπώς δεν
μπορεί να
συνιστά
απόλυτο
κριτήριο
ταξινόμησης
της μουσικής
παραγωγής.
Μιλώντας
λοιπόν για τη
μουσική των
αλλόγλωσσων
ομάδων δεν
σκοπεύουμε
να
προσδώσουμε
υπόσταση στη
μουσική
παραγωγή
ορίζοντάς την
μονοσήμαντα
στα πλαίσια
γλωσσικών
συστημάτων·
τουναντίον,
ένας τέτοιος
μύθος τίθεται
συχνά υπό
αμφισβήτηση
στο
πλαίσιο της
ανάλυσης
που
ακολουθεί.
Η προσέγγισή
μας
φιλοδοξεί να
ρίξει
λίγο
φως σε μια
πραγματικότητα
λιγότερο
γνωστή, της
οποίας τη
μελέτη
θεωρούμε
αναπόσπαστο
κομμάτι της
μουσικολογικής
έρευνας του
ελλαδικού
χώρου. Η
συγκριτική
μελέτη της
πολιτισμικής
παραγωγής των
διαφορετικών
γλωσσικών
ομάδων,
προστατεύοντάς
μας από την ιδέα
της
στεγανότητας
των
παραδόσεων
που μας
κληροδότησε
ο ρομαντικός
ιστορισμός,
μας βοηθά να
συλλάβουμε
στην
πολυπλοκότητά
του το
φαινόμενο της
λαϊκής
δημιουργίας.
Για ένα
τέτοιο
εγχείρημα, πέρα
από τη
μελέτη
της μουσικής
είναι
απαραίτητη η
μελέτη της
ίδιας της
ιστορίας των
μη
ελληνόφωνων
ομάδων. Διότι η
μουσική όσων
καθίστανται
«αλλόγλωσσοι»
στα
όρια
ενός εθνικού
κράτους
καλείται να
εκφράσει την
πολύπλοκη
πολιτισμική
και
πολιτική, σε
ορισμένες
περιπτώσεις,
πραγματικότητα
της ομάδας,
σε μια
σχέση που
απεικονίζεται
συχνά στα όρια
διαφόρων
μουσικών ζωνών.
Εξάλλου, η
γλωσσική
πραγματικότητα
των ομάδων
ορίζει
προνομιούχα
δίκτυα
επικοινωνίας
με
μουσικές
παραδόσεις
εκτός της
ελληνικής
επικράτειας,
επιδρώντας
έτσι στην
εξέλιξη του
μουσικού
ιδιώματος.
Τέτοιες
σχέσεις, όπως
αυτή της
τουρκόφωνης-ρουμελιώτικης
(«Ρούμελη»,
στα Τούρκικα,
λεγόταν το
ευρωπαϊκό
τμήμα της
Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας)
μουσικής
παράδοσης με
τη σημερινή
τουρκική
μουσική
πραγματικότητα
ή της
επίδρασης
του
αλβανικού
κλαρίνου
στην εξέλιξη
της
ηπειρώτικης
μουσικής –ειδικά
μέσα στα όρια
της
πεντατονικής
ζώνης– δεν
μπορούν να
διερευνηθούν
παρά μόνο μέσα
στην
ιστορικότητά
τους.
Τέλος, η μελέτη
της μη
ελληνόφωνης
μουσικής
παράδοσης
αναδεικνύει
το ρόλο της
γλώσσας στη
μουσική
παραγωγή, όχι
μέσα από το
πρίσμα μιας
οργανικά
(βιολογικά)
προκαθορισμένης
εθνοτικής
φυσιογνωμίας
της
μουσικής,
αλλά ως
δομικό
στοιχείο της
ίδιας της
μουσικής,
που
επιβάλλει
τους
κανόνες του
στη
στιχουργική
και την
εκφορά των
τραγουδιών.
Αυτή η
διάσταση
χάνεται στις
διάφορες
μεταφράσεις
μη
ελληνόγλωσσων
τραγουδιών
που
έγιναν και
γίνονται ακόμα,
προκειμένου
να
διευκολύνουν
την ένταξή τους
στην
επίσημη εθνική
μουσική
παράδοση.
Χαρακτηριστικό
παράδειγμα
τέτοιας
παραβίασης
είναι η
ελληνική
μετάφραση των
σλαβικών
στίχων στην
Ανατολική
Μακεδονία
που –απόλυτα
αρμονικοί στη
(σλαβο)μακεδονική
ή βουλγαρική
γλώσσα–
απάδουν στο
ελληνικό
αυτί.
Ιδωμένη μέσα
σ’ αυτό το
πλαίσιο, η
μελέτη
των
διαφορετικών
γλωσσικών
ομάδων
συνιστά,
νομίζουμε,
ερμηνευτικό
εργαλείο
απαραίτητο
για την
ιστορία της
παραδοσιακής
μουσικής, από
την έλλειψη
του
οποίου αυτή η
τελευταία
έχει «επί
μακρόν»
υποφέρει.
Τα
προαναφερόμενα
αφορούν όλες
τις
ιστορικές
γλωσσικές
ομάδες στην
Ελλάδα. Στην
παρούσα
έκδοση θα
αναφερθούμε
διεξοδικά
στους
Αρβανίτες, τη
γλώσσα τους
και τα
τραγούδια
τους. Η οπτική
γωνία
που
επιλέγεται
εδώ είναι η
συγχρονική
θεώρηση μιας
υποθετικής
ιδανικής
στιγμής, ας
πούμε
καρφωμένης
στο
πλησιέστερο
χρονικά σε μάς optimum
της μουσικής
έκφρασης όλων
των
αρβανίτικων
ομάδων που
εξετάζονται
στη συνέχεια.
Οι
Αρβανίτες της
Ελλάδας και
οι μουσικές
τους
Ονομάζουμε
Αρβανίτες
όλες
τις
εθνογλωσσικές
ομάδες στην
Ελλάδα που
μιλούν μία μορφή
της
αλβανικής
γλώσσας.
Συμβατικά
μπορούμε να
χωρίσουμε
αυτές τις
ομάδες σε
δύο
μεγάλες
κατηγορίες.
Η πρώτη
κατηγορία
περιλαμβάνει
όλους όσοι
κατοικούν
στα όρια του
πρώτου
Ελληνικού
Κράτους (1830),
τους
οποίους
εφεξής θα
αποκαλούμε
Αρβανίτες της
νότιας
Ελλάδας. Από
μόνοι τους
αποτελούν
ειδική
κατηγορία
ομιλητών, διότι
η γλώσσα
τους
προέρχεται από
νοτιοδυτικές
τοσκικές
μεσαιωνικές
διαλέκτους
που
αποκόπηκαν από
τον κυρίως
κορμό της
Αλβανικής
πριν
ονομασθεί η
γλώσσα αυτή «Σκιπ»
και ο λαός
που τη μιλάει
«Σκιπτάρ».
Η δεύτερη
κατηγορία
Αρβανιτών
περιλαμβάνει
όλες τις
ομάδες των
«Νέων Χωρών»
της Ελλάδας:
Ήπειρο,
Μακεδονία,
Θράκη.
Αρβανίτες
της νότιας Ελλάδας
Η παρουσία
των Αρβανιτών
της νότιας
Ελλάδας
είναι
αποτέλεσμα
παλαιών
μεταναστεύσεων
του 14ου-15ου
αιώνα ή,
κατ’ άλλους, νωρίτερα, που
προκλήθηκαν
από τις
κοινωνικές
και
οικονομικές
ανακατατάξεις
στο χώρο της
δυτικής
Βαλκανικής
και κατέληξαν
σε
εγκαταστάσεις
και μετά από
«προσκλήσεις»
που
έκαναν οι
Φλωρεντινοί
ηγεμόνες των
Αθηνών, ο κόμης
Ντε Βιλανόβα,
οι
Βενετσιάνοι
της Εύβοιας,
οι
Καταλανοί,
οι
Παλαιολόγοι
και οι
Φράγκοι της
Πελοποννήσου
κ.ά.
για να
εποικίσουν
τις πιο πάνω
περιοχές.
Συμπεριλήφθηκαν
στο πρώτο
Ελληνικό
Βασίλειο
του 1830 και
είναι η
πολυπληθέστερη
ομάδα
Αρβανιτών στην
Ελλάδα.
Κατοικούν
σε μία περιοχή
συμπαγούς
οίκησης της
νοτιοανατολικής
Στερεάς
Ελλάδας
που
περιλαμβάνει
το
μεγαλύτερο
μέρος της
Βοιωτίας, ένα
μέρος της
Λοκρίδας,
σχεδόν
όλους τους
ντόπιους
οικισμούς
της Αττικής
πλην των
Μεγάρων και
της
Αθήνας, τα
νησιά του
Αργοσαρωνικού
πλην της
Αίγινας, τη
νότια Εύβοια
(Καρυστία,
Καβοντόρο
πλήν της
Καρύστου και
του
λεκανοπεδίου
της) και τη
βόρεια Άνδρο,
μία
μεγάλη
περιοχή της
Αργολιδοκορινθίας
με μερικούς
θυλάκους
πέρα από την
ενιαία
περιοχή,
καθώς και
τρεις
μεγάλους
στην Αχαΐα
(Παναχαϊκό και
περιοχή
Άραξου),
στην
Τριφυλία
(Σουλιμοχώρια)
και στην
προσθαλάσσια
Λακωνία
(περιοχή
Ζάρακα).
Η
τελευταία
μπορεί να
θεωρηθεί και
εξωεδαφική
συνέχεια της
Αργολικής
Ερμιονίδας
μέσω των
Σπετσών.
Στην
πλειοψηφία
τους τα
αρβανίτικα
τραγούδια
χρησιμοποιούν
διατονικές
κλίμακες,
κυρίως τον
τρόπο του re.
Δε λείπουν
πάντως και οι
μελωδίες
σε
χρωματικές
κλίμακες,
όπως το χιτζάζ, το σαμπά
(διατονικός
με χρόα κατά
τους
βυζαντινούς) και το ουζζάλ
(κατά την
αραβοπερσική
ορολογία)
και κυρίως το βαλκανικό ή ρουμάνικο μινόρε ή τσιγγάνικο που
υπάρχει σε
αρκετά
τραγούδια
του
Λουτρακίου
και της
Περαχώρας
(Κορίνθου)
και που
δείγμα του
σώζεται ήδη από
την ύστερη
αρχαιότητα (West,
παράδειγμα 42, σ.
428).
Στα Βίλια
του
Κιθαιρώνα
έχουμε
τουλάχιστον 7
τραγούδια
που
χρησιμοποιούν
πεντατονικές
ανημίτονες
κλίμακες,
πράγμα που
μαρτυρεί τη
γεωγραφική
καταγωγή
των κατοίκων
(νησίδα της
Ηπείρου στη
Στερεά).
Οι ρυθμοί των
τραγουδιών
είναι σκληροί
και
«γωνιασμένοι»,
αυστηροί και
βραχώδεις, με
έντονη τη
στεριανή
διάθεση,
πλην των
τραγουδιών
της Άνδρου
και του
Καβοντόρου,
το ύφος των
οποίων είναι
καθαρά
νησιώτικο.
Χρησιμοποιούν
τους
ρυθμούς: 4/4, 2/4, 3/4
(τσάμικος), 5/4,
6/8, 7/8
(συρτοί-καλαματιανοί
στις
στεριανές
περιοχές και
«τράτα» στα
παράλια),
καθώς
και μεικτούς
ρυθμούς 7/8
(καλαματιανός)
+ 2/4 (καγκέλι) ή 3/4
(τσάμικος) + 2/4
(καγκέλι) ή 2/4
(συρτός) + 7/8
(καλαματιανός).
Απουσιάζουν
τελείως το
τσιφτετέλι
και οι
σύνθετοι ή
άλογοι
(«κουτσοί»)
ρυθμοί: 9/4
(ζεϊμπέκικος), 9/8
(καρσιλαμάς,
πλην του «Ε
μπούκουρë μόι
Λιένë», αρ. 87 της
παρούσας
έκδοσης, που
φαίνεται να
είναι
μεταγλωττισμένο),
8/8, 11/8 και 5/8 (πλην
του «Άτιε
πάρë»,
αρ. 40α, που
τραγουδιέται
στα Βίλια).
Τα τραγούδια
που
γνωρίζουμε ώς
τώρα είναι ως
επί το
πλείστον
ερωτικά
και
τραγούδια
γάμου.
Υπάρχουν
επίσης
τραγούδια
της
δουλειάς,
καθιστικά,
σκωπτικά,
αποκριάτικα,
νανουρίσματα,
μοιρολόγια
(κυρίως με
θρησκευτικό
περιεχόμενο)
κ.ά.
Απουσιάζουν
τελείως τα
κλέφτικα και
τα ιστορικά
(πλην του «Tρε
παπόρ»,
αρ. 7,
που
αναφέρεται
στην
Κωνσταντινούπολη),
και ενός ακόμα
στη Σαλαμίνα
που
αναφέρεται
στη μάχη της
Αράχοβας το 1824
(δεν έχει
βρεθεί ώς τώρα
η
μουσική
του).
Ένα ενδιαφέρον
στοιχείο
που
παρατηρείται
στη
στιχουργική
δομή των
τραγουδιών
είναι ότι, ενώ
στα δημοτικά
με
ελληνικούς
στίχους ο
15σύλλαβος
κυριαρχεί,
στα
Αρβανίτικα
είναι σπάνιος.
Εκείνο
που
κυριαρχεί σ’
αυτά είναι ο
8σύλλαβος
«τροχαϊκός»
πλήρης ή
ελλειπτικός
(7σύλλαβος) ή
με
προανάκρουσμα
(9σύλλαβος).
Μπορεί να
ειπωθεί ότι
οι
Αρβανίτες
προσθέτουν ή
αφαιρούν
συλλαβές,
αδιαφορώντας
για το
ενιαίο της
δομής
του στίχου.
Το μουσικό
ύφος των
αρβανίτικων
τραγουδιών
αυτών των
περιοχών είναι
λιτό, δίχως
μοιρολατρική
ροπή ακόμα κι
όταν η
διάθεσή
τους
«λυπάται». Ο
τραγουδιστής
ερμηνεύει
χωρίς
«τσαλκάντζες»
(συνεχή
μελίσματα),
χωρίς
«έρπουσα
διάθεση»
(ακόμα και
στις πιο
ανατολίτικες
στιγμές,
όπως σε
χρωματικούς
τρόπους που
κλίνουν προς
τα εκεί), χωρίς
γλυκερούς
«στηθικούς»
χρωματισμούς.
Τα τραγούδια
αυτών των
περιοχών
παλιότερα
παιζόντουσαν
με πίπιζα ή
φλογέρα και
νταούλι. Μετά
το 1830, η δημοτική
κομπανία
περιλάμβανε
κλαρίνο,
βιολί, λαούτο
και σαντούρι.
Στη Σαλαμίνα,
έως το
1935, τα
τραγούδια
παιζόντουσαν
με λύρα
(περίφημος
λυράρης ο
Μιχάλης
Κανάρης,
που
αργότερα
αναγκάστηκε
να παρατήσει
τη λύρα και να
μάθει βιολί),
λαούτο
(ο
Σιδέρης
Αδριανός,
πασίγνωστος
λαουτιέρης,
έλαβε μέρος
σε όλες
σχεδόν
τις
ηχογραφήσεις
ελληνικών
και
αρβανίτικων
τραγουδιών
που
κυκλοφόρησαν
σε
δίσκους
78 στρ. μετά το 1930)
και ταμπουρά
(προφανώς λόγω
της
γειτνίασης
της
Σαλαμίνας
με τον Πειραιά
των ρεμπέτικων).
Ο χορός της
«τράτας»
τραγουδιέται
από
τους
χορευτές
χωρίς
συνοδεία
οργάνων.
Ο
τραγουδιστής
Γιώργος
Παπασιδέρης,
Αρβανίτης από
την Κούλουρη
(Σαλαμίνα),
ηχογράφησε,
πρώτος αυτός,
το
1932 επτά
αρβανίτικα
τραγούδια σε
δίσκους 78 στρ.
(αυτό ξέρουμε
από την έως τώρα
έρευνα).
Έξι απ’ αυτά
επανεκδόθηκαν
στο CD με τίτλο Ο
Γιώργος
Παπασιδέρης
τραγουδά
σπάνια
δημοτικά
τραγούδια (FM Records
1996,
έρευνα-επιμέλεια:
Θανάσης
Μωραΐτης). Ο
ίδιος και η
Γεωργία
Μηττάκη, επίσης
Αρβανίτισσα
από τον
Αυλώνα
(Κακοσάλεσι)
Αττικής,
κυκλοφόρησαν
σε δίσκους
εμπορίου
αρβανίτικα
τραγούδια
μεταφρασμένα
στα Ελληνικά.
Από την εποχή
του Όθωνα
είχε
αρχίσει η
συστηματική
μεταγλώττιση
των
αρβανίτικων
τραγουδιών
στα Ελληνικά,
χωρίς
αυτό να
σημαίνει ότι
δεν γινόταν
και το
αντίστροφο,
σε μικρότερη
κλίμακα όμως,
απ’ όσο
γνωρίζουμε
έως τώρα.
Μεταπολεμικά,
αρκετοί
επαγγελματίες
τραγουδιστές
που ήταν
Αρβανίτες
και ήξεραν τη
γλώσσα
τραγούδησαν
σε δίσκους
εμπορίου
αρβανίτικα
τραγούδια.
Ενδεικτικά
αναφέρουμε
τους: Μιχάλη
Μενιδιάτη ή
Καλογράνη
(από το
Μενίδι), που
τραγούδησε 2
τραγούδια
(παίζει
μπουζούκι ο
Μανώλης Χιώτης
και
βιολί ο
Γιώργος
Κόρος) σε
δίσκο 45 στρ. (1963),
και Θανάση
Μωραΐτη, που
έχει
εκδώσει 2 CD's:
Αρβανίτικα
τραγούδια (FM Records, 1988) και Τριαντάφυλλο
του βράχου,
(ΜΒΙ, 1998). Το
Λύκειο
Ελληνίδων
έχει εκδώσει
ένα δίσκο με
τίτλο Χοροί
και
τραγούδια
της Σαλαμίνας,
1991 (τα
περισσότερα
αρβανίτικα
τραγούδια
έχουν
τραγουδηθεί
στη νεότερη
ελληνική
εκδοχή
τους –όταν
επανεκδόθηκε
το LP σε CD
συμπεριλήφθηκαν
και τα
τραγούδια
στα
αρβανίτικα)
και το
Μουσικό
Λαογραφικό
Αρχείο του
Κέντρου
Μικρασιατικών
Σπουδών έχει
συμπεριλάβει
στο cd με
τίτλο Καρυστία (1998)
πέντε
αρβανίτικα
τραγούδια από
τη νότια
Εύβοια και
στο CD με τίτλο Μονωδίες
από τον
Παρνασσό και
τον Ελικώνα (1999)
οκτώ. Ο
Αρβανίτικος
Σύνδεσμος
Ελλάδας
κυκλοφόρησε
το 1983 μία κασέτα
με τίτλο Αρβανίτικος
γάμος,
στον οποίο
παίζει πίπιζα
και κλαρίνο
ο Παναγιώτης
Κοκοντίνης.
Πολλοί
τραγουδιστές,
ακόμα, έχουν
εκδώσει
αρβανίτικα
τραγούδια σε
κασέτες
(πρόκειται
για
«συνθέσεις»
τους,
βασισμένες
σε
συγκεκριμένο
ύφος, το
λεγόμενο
«ύφος της
Ομόνοιας»),
μερικοί δε από
αυτούς είναι
ιδιαίτερα
αποδεκτοί από
τους
Αρβανίτες
της περιοχής απ’ όπου κατάγονται.
Φωτογραφίζοντας
παραπάνω την
αρβανιτόφωνη
μουσική
έκφραση, στο
βαθμό που
μπορούμε
σήμερα να την
ανιχνεύσουμε,
δεν πρέπει να
μας
διαφεύγει ότι
το
αρβανίτικο
τραγούδι
εντάσσεται
στις
μουσικές
εκφράσεις
των κατά
τόπους
περιοχών της
νότιας
Ελλάδας. Τα
τραγούδια
είναι
κυκλαδίτικα
για τους
Αρβανίτες της
Άνδρου, σχεδόν
κυκλαδίτικα
ή
ευβοϊκά στην
Καρυστία, σε
ύφος
νησιώτικο και
εκεί, με
τους
«σταυρωτούς»
χορούς
και τον
«Καβοντορίτικο».
Στην Αττική
βρίσκουμε
το ιδιαίτερο
τοπικό ύφος
από τα
Μεσόγεια
μέχρι βόρεια
του νομού, το
οποίο
βαθμιαία
μεταβάλλεται
σε
ρουμελιώτικο,
εκεί που
τελειώνει η
αρβανιτοφωνία
(λίγο πέρα από τη
Λιβαδειά).
Στο Μοριά
συναντούμε
ένα ύφος σαφώς
πελοποννησιακό
(Κορινθία,
Αργολίδα), με
αποχρώσεις
παλαιότατες
στα
Σουλιμοχώρια
της
Τριφυλίας,
όπου
κυριαρχούν
τα
καθιστικά
τραγούδια,
κοινά με τα
ελληνόγλωσσα
χωριά της
περιοχής. Στα
χωριά
Κυριάκι και
Ζερίκι και
γενικά στην
περιοχή του
Ελικώνα
έχουμε το
καμπίσιο
ανατολικορουμελιώτικο
θεσσαλίζον
ύφος που
είναι κοινό με
αυτό της
βόρειας
Κορινθίας,
όπου κατά κόρον
χρησιμοποιείται
η ρουμάνικη
κλίμακα ή τσιγγάνικη
ή βαλκανικό μινόρε.
Αρβανίτες
των «Νέων Χωρών»
Η δεύτερη κατά σειρά ομάδα,
μετά από αυτήν της νότιας Ελλάδας,
σε πληθυσμό, είναι
αυτή της
Ηπείρου.
Εκτείνεται
στη δυτική
Ήπειρο,
κυρίως στην
άλλοτε
αποκαλούμενη
και
Τσαμουριά,
που
περιλαμβάνει
το
μεγαλύτερο
μέρος του
δυτικού
τμήματος του
νομού
Θεσπρωτίας
και το
βόρειο μέρος
του νομού
Πρέβεζας. Οι
Αρβανίτες
αυτοί είναι
σε
εδαφική
συνέχεια με
την Αλβανία, με
την παρεμβολή
του
ελληνόφωνου
Βούρκου (Vurg)
εντός της
Αλβανίας, και
η Αλβανική
που μιλιέται
εκεί ακόμα, η
Τσάμικη,
είναι η
νοτιότερη
υποδιάλεκτος
του
κεντρικού
κορμού της
Αλβανικής,
αλλά έμεινε
ουσιαστικά
εκτός του
εθνικού
χώρου όπου
κωδικοποιήθηκε
η Αλβανική ως
επίσημη
γλώσσα του
κράτους. Σ’
αυτή την
περιοχή της
Ηπείρου
ζούσαν δίπλα
στους
χριστιανούς
Αρβανίτες
και
μουσουλμάνοι
(οι σήμερα
λεγόμενοι
Τσάμηδες),
οι
οποίοι
εξεδιώχθησαν
μαζικά και
βίαια το 1944, μετά
τη
συνεργασία
σημαντικού
τμήματός τους
με τις
δυνάμεις
κατοχής. Ο
βαθιά
ριζωμένος
προεθνικός
χωρισμός σε
θρησκευτικές
κοινότητες
κατά την
οθωμανική
εποχή, παρ’
όλους τους
δεσμούς
συγγένειας
γλώσσας και
υλικού
πολιτισμού,
συντείνει
ώστε οι
ορθόδοξοι
αρβανίτες
να
ενσωματωθούν
ως Έλληνες
εξ αρχής, ενώ
οι
μουσουλμάνοι
θεωρήθηκαν,
τουλάχιστον
μετά το 1923 (έτος
της
ανταλλαγής
των πληθυσμών),
ξένο σώμα
και
οιονεί
αλβανική
μειονότητα.
Είναι η μόνη
ομάδα
μουσουλμάνων
των «Νέων
Χωρών»
της Ελλάδας
που, αφού
μπήκαν στην
Ελλάδα το 1912-20
μαζί με τους
μουσουλμάνους
της δυτικής
Θράκης, τελικά
απέφυγαν την
ανταλλαγή
πληθυσμών. Οι
αλβανόφωνοι
χριστιανοί
θεωρούν
τους
εαυτούς
τους
Έλληνες. Στα
Ελληνικά
αποκαλούν τη
γλώσσα
τους
«Αρβανίτικα»,
όπως εξ άλλου
όλοι οι
Αρβανίτες της
Ελλάδας, στα
Αρβανίτικα
όμως την
ονομάζουν
«Σκιπ».
Η μουσική
αυτής της
ομάδας είναι
ποτισμένη
από αυτήν του
τόπου που
κατοικούν
και, λόγω
εδαφικής
συνέχειας,
είναι
συγγενική
με αυτήν της
νοτίου
Αλβανίας,
είτε
αλβανόφωνων
είτε
ελληνόφωνων.
Πρέπει
να
τονιστεί ότι
σε καμία
περίπτωση δεν
μπορεί να μιλά
κανείς για
στεγανές
μουσικές
παραδόσεις
με μόνο
κριτήριο το
εθνογλωσσικό.
Σχηματικά τα
δυτικά και
βόρεια
τμήματα της Ηπείρου,
αλλά και η
νότια
Αλβανία, είναι
μία
πολιτισμική
περιοχή στην
οποία
κυριαρχεί ένα
συγκεκριμένο
μουσικό
ιδίωμα, η
πεντατονική
πολυφωνία, την
οποία
συναντούμε
και στους
ελληνόφωνους
και στους
αλβανόφωνους
και στους
βλαχόφωνους.
Αλλά η
σημερινή
μορφή των
τραγουδιών,
όσων μιλούν
ακόμα τα
Αρβανίτικα,
έχει βαθύτατα
επηρεαστεί
από την
αρτο-πρεβεζάνικη
νοτιοηπειρώτικη
ελληνόφωνη
μουσική
παράδοση.
Παλιότερα
υπήρχαν πολλά
αρβανίτικα
τραγούδια.
Μόνο τρία από
αυτά έχουν
εκδοθεί σε
κασέτες
εμπορίου, από
τα οποία
γνωστότερο
είναι το
«Σάλιω μόι
σαλιούσε»
(αρ.
107).
Είναι
σίγουρο ότι
τραγουδιούνται
και άλλα,
ακόμα και τώρα,
σε πανηγύρια
και
γιορτές, αλλά,
κατά τα
λεγόμενα των
γεροντότερων,
ένα πολύ
μεγαλύτερο
ρεπερτόριο,
σε μεγάλο
βαθμό κοινό
στις δύο
θρησκευτικές
ομάδες,
συρρικνώθηκε
και από
συνειδητή
«πολιτισμική
επιλογή» της
χριστιανικής
ομάδας,
κυρίως, μετά
την αποχώρηση
των
μουσουλμάνων
[στην παρούσα
έκδοση και
συγκεκριμένα
στους
στίχους του
ιστορικού
τραγουδιού
«Παλιοζαγάρ»
(αρ. 108), είναι
εμφανής
η σχέση
μεταξύ
χριστιανικού
και
μουσουλμανικού
αρβανίτικου
πληθυσμού].
Αναμφίβολα
ακολούθησε
τη συρρίκνωση
της ίδιας της
γλωσσικής
ομάδας καθώς,
από
ανατολών
προς δυσμάς, η
χρήση της
γλώσσας
περιορίζεται
σημαντικά. Οι
σημερινοί
κάτοικοι
της περιοχής
ακούνε από τα
ραδιόφωνα και
τις κασέτες
πολλά
αλβανικά
τραγούδια.
Η περιοχή
εκπροσωπείται
στην
παρούσα
έκδοση από δύο
μόνο
τραγούδια.
Έτσι, δεν είναι
δυνατόν να
γίνει
εκτενής
μουσικολογική
ανάλυση των
τραγουδιών
(κλίμακες,
ρυθμοί κτλ.)
πλην των
προηγούμενων
ελάχιστων
γενικών
αναφορών.
Μετανάστες
του
προπερασμένου
αιώνα (1850 περ.) από
την κοιλάδα
της Κολόνιας
της Αλβανίας
και του
χωριού
Πληκάτι της
Κόνιτσας. Από
εκεί
κατάγονται
οι κάτοικοι
των σημερινών
χωριών
Φλάμπουρου
(Νεγκοβάν) και
Δροσοπηγής
(Μπελκαμένη), ενώ
ένα τρίτο χωριό,
το
Λέχοβο, είναι
σαφώς
παλαιότερη
εγκατάσταση.
Τα τρία αυτά
χωριά είναι
νησίδες
αλβανοφωνίας
σε μια
περιοχή
έντονης
σλαβοφωνίας
και μιλούν την
τόσκικη
διάλεκτο
της Κορυτσάς.
Το μουσικό
τους ιδίωμα
είναι κοινό με
αυτό
της Κορυτσάς.
Πολλά
αρβανίτικα
τραγούδια
γάμου της
περιοχής
εκτελούνται
από
μονοφωνική
χορωδία χωρίς
να λείπουν
και οι
μονωδίες, σε
πολλές από τις
οποίες
ενυπάρχει το
αστικό ιδίωμα
της Κορυτσάς.
Αρκετά όμως
είναι τα
τραγούδια
(ιστορικά και
ερωτικά) που
τραγουδιούνται
με μία μορφή
πολυφωνίας,
υφολογικά
κοντά σ’ αυτήν
της Κορυτσάς,
της Κολόνιας
και της
Λάκκας
Πωγωνίου,
χωρίς όμως
τον «κλώστη»
και τον
«γυριστή». Η
πολυφωνία
αυτή, ειδικά
στη
Δροσοπηγή,
πιθανόν
να οφείλεται
στην
προέλευση
των πρώτων
κατοίκων του
χωριού από το
Πληκάτι και
την Αλβανία. Τα
πολυφωνικά
τραγούδια, ως
επί το
πλείστον,
τραγουδιούνται
με
ιερατικό ύφος
και χωρίς
συνοδεία
μουσικών
οργάνων. Στα
χορευτικά
τραγούδια
γάμου
κυριαρχεί το
κλαρίνο
(περίφημος
κλαρινίστας,
ώς το 1960, ο
Σωτήρης
Μενγκρέσης),
με υπόστρωμα
τη μπάντα των
χάλκινων. Ο
καλαματιανός,
ο
τσάμικος, ο
μπεράτικος
(χορεύεται
μόνο από τους
κατοίκους
της
Δροσοπηγής
και του
Φλάμπουρου
και έχει την
ίδια περίπου
μελωδία με
τον «λυτό» ή
«πουστσένο»,
πηδηχτό
χορό των
σλαβόφωνων
χωριών του
νομού
Φλώρινας, αλλά
πιο αργά
βήματα), το
μετρίς
(κινητικό σχήμα
«με τρία»
βήματα, με τα
χέρια πιασμένα
από τον καρπό,
αγαπητό
κυρίως από
τους
γέροντες) και
το χασάπικο
είναι οι
χοροί του
γάμου.
Πολλά
αρβανίτικα
τραγούδια
τραγουδιούνται
με την ίδια
μελωδία και
στη βλάχικη
γλώσσα.
Και
στα τρία αυτά
χωριά
έχουμε
τραγούδια
γάμου,
ερωτικά,
παραλογές,
καθιστικά,
σε
άλογους ή
«κουτσούς»
ρυθμούς (5/8, 8/8),
χαρακτηριστικούς
της περιοχής,
αλλά και σε 7/8,
2/4, 4/4, 6/4 και 5/4.
Γ.
Τρίτη ομάδα
ομιλητών:
Αρβανίτες της
Θράκης
Στον
Έβρο υπάρχει
μία ομάδα
Αρβανιτών που
αποτελείται
από
Ανατολικοθρακιώτες
πρόσφυγες
της περιοχής
Αδριανούπολης,
που το 1923
εγκατέλειψαν
οριστικά την
Τουρκία
(δηλαδή
την
ανατολική
Θράκη που
εκκένωσε ο
ελληνικός
στρατός μετά
την ανακωχή των
Μουδανιών),
πέρασαν τον
Έβρο και
εγκαταστάθηκαν
ακριβώς
απέναντι καθώς
και σε
ένα χωριό της
Κομοτηνής
(Παραδημή) και
σε λίγα χωριά
των Σερρών.
Υπάρχει και
το
συγγενικό με
τα παραπάνω
χωριό Μάντρες
του Κιλκίς,
που οι
κάτοικοί του
προέρχονται
από το χωριό
Μαντρίτσα της
Βουλγαρίας.
Οι Θρακιώτες
Αρβανίτες
προέρχονται
από
μετανάστευση
από τη
νοτιοανατολική
Αλβανία, πολύ
μεταγενέστερη
από αυτήν της νότιας Ελλάδας
και
μετά την
επικράτηση
του ονόματος
«Σκιπ».
Το
μουσικό
τους ιδίωμα
έχει
χαρακτήρα
σαφώς
θρακιώτικο,
ιδιαίτερα
στα αργά
καθιστικά
τραγούδια. Οι
ρυθμοί /
χοροί τους
είναι ίδιοι με
αυτούς που
ξέρουμε της
θρακικής
μουσικής
παράδοσης:
μπαϊντούσκα (5/8),
ζωναράδικος
(12/8) και
μαντηλάτος
σε 7/8 (2+2+3). Η
παρούσα
έκδοση
περιλαμβάνει
και
τραγούδια σε
5/4 (παίωνες
επιβατούς),
πράγμα
σπάνιο στα
ελληνικά
τραγούδια
της περιοχής.
Παλιότερα
κυριαρχούσε
η
γκάιντα. Τώρα η
κομπανία
αποτελείται
από κλαρίνο,
νταούλι ή
τουμπελέκι
και
μπουζούκι.
Δεν έχουμε
μεταγλώττιση
των
αρβανίτικων
τραγουδιών
στα
Ελληνικά
αλλά
ούτε και το
αντίστροφο.
Πολλά
τραγουδιούνται
από ομάδα
γυναικών
χωρίς
συνοδεία
οργάνων. Το
χρώμα των φωνών
τους μάς
θυμίζει
εκείνο των
βουλγάρικων
γυναικείων
φωνών.
Οι
Αρβανιτόβλαχοι,
Βλάχοι της
Αλβανίας που
λέγονται και
Φαρσερώτες,
έχουν άλλη
διάλεκτο
από αυτήν
των
υπολοίπων
Βλάχων. Τους
αναφέρουμε
εδώ γιατί
μερικοί από
αυτούς
έχουν στο
ρεπερτόριό
τους μερικά
τραγούδια
στα
Αρβανίτικα. Η
κτηνοτροφία
παρέμεινε η
κύρια
επαγγελματική
απασχόληση
μέχρι
τελευταία
και η εξάρτηση
από έναν
ορεινό
οικισμό, ως
κομβικό
σημείο
αναφοράς, όπως
συμβαίνει
στους
υπόλοιπους
Βλάχους,
είναι
ανύπαρκτη.
Η ομάδα των
Αρβανιτόβλαχων
που μας
ενδιαφέρει
εδώ είναι
μερικά χωριά
της Πρέσπας,
των
Κορεστίων,
του
Πωγωνίου της
Ηπείρου και
της
Θεσπρωτίας,
που
προέρχονται
από
μετεμφυλιοπολεμική
εγκατάσταση
από τη δυτική
Ήπειρο και
Αλβανία.
Μιλούσαν
Βλάχικα ως
γλώσσα του
σπιτιού και
Αρβανίτικα ως
δεύτερη
γλώσσα, σε
αντίθεση με
τους
εγκατασταθέντες
εδώ
και πολύ
καιρό στην
Ελλάδα (όπως
αυτούς της
Ακαρνανίας ή
της
Θεσσαλίας),
οι
οποίοι δεν
μιλάνε πια τα
Αρβανίτικα ως
δεύτερη
γλώσσα αλλά
τα Ελληνικά.
Οι
Αρβανιτόβλαχοι
έχουν
διατηρήσει μία
προφορική
παράδοση
πολυφωνική
και
πεντατονική
πολύ
κοντινή στο
τόσκικο
πολυφωνικό
μέλος, πράγμα
που ισχύει
και για τα
βλάχικα και
για
τα
αρβανίτικα
τραγούδια.
Αθήνα 2002
Οι πρώτοι Αρβανίτες στην Βοιωτία, Λοκρίδα και Αττική
του Κώστα Μπίρη
Απόσπασμα από το βιβλίο Αρβανίτες – Οι Δωριείς του Νεώτερου Ελληνισμού (Αθήνα 1960, σσ. 87-90)
… Ότι δε και
από
προηγούμενα
χρόνια υπήρχαν
μερικοί
Αρβανίτες
εγκατεστημένοι
στην
Βοιωτία
μαρτυρείται
και από τα
ονόματα δύο
χωριών, την
Κάπραινα
(Χαιρώνεια)
και
την
Σκριπού
(Ορχομενός),
αρβανίτι κα
και τα δύο
(Κάπραινα
αρβανίτικα
σημαίνει
Ζαρκαδού,
τόπος όπου
υπάρχουν
ζαρκάδια και
Σκριπού
σημαίνει
Αλμυρός,
από το
κριπ = αλάτι),
που προϋπήρχαν
στην
Θεσσαλομαγνησία,
αφού
αναφέρονται
το
1272
στο πρακτικό
της ιδρύσεως
του
μοναστηριού
της
Μακρυνίτσας
(Κ. Σάθα, Μνημεία
Ελληνικής
Ιστορίας, τόμ. I,
σ.
XXV). Αναφέρεται
μάλιστα η
Σκριπού της
Βοιωτίας ως
Αλμυρός από
τον
χρονογράφο
Σανούτο
και στο Χρονικόν του Μορέως,
καθώς
και η
Κάπραινα το 1377,
στα
καθέκαστα
της διαδοχής
του γενικού
επιτρόπου
Λουδοβίκου
Φαδρίγου.[…].
Αν όμως μ’ αυτόν
τον τρόπον οι
Ναβαρραίοι
παύουν πια να
απειλούν
το δουκάτο
της Αθήνας,
ένας άλλος
κίνδυνος
γίνεται μέρα με
την ημέρα
πιο
απειλητικός,
τόσο για
τους
Καταλανούς,
όσο και για
τους
άλλους
κυριάρχους
των
Ελληνικών
χωρών. Οι
Τούρκοι δεν
παύουν να
κάνουν παντού
επιδρομές
και
ολοένα
γίνονται
θρασύτεροι.
Πολλές φορές
είχαν κατέβει
στην Βοιωτία
είχαν
φθάσει έως
την Αττική και
τους είχαν
αποκρούσει
οι Καταλανοί
με την σύμπραξι
των
Ναβαρραίων.
Για να
ασφαλίση
λοιπόν
ουσιαστικώτερα
το δουκάτο
ο
Ροκκαβέρτης,
με
μιαν αξιόμαχη
δύναμι μονίμως
εγκατεστημένη
στα
στρατηγικώτερα
σημεία
της χώρας,
ζητεί από τον
επικυρίαρχό
του βασιλέα
της
Αραγωνίας
Πέτρο Δ΄ την
άδεια
να προνοιάση
στο δουκάτο
πολεμιστάς
Έλληνας και
Αρβανίτες.
Προτείνει να
τους δοθή,
εκτός από
τον
καθιερωμένο
γεωργικό ή
κτηνοτροφικό
κλήρο και
απαλλαγή από
φόρους
επί δύο
χρόνια. Στα
αρχεία της
Βαρκελώνας
σώζεται η
καταχώρησις
της αιτήσεώς
του για το
πρόσθετο αυτό
προνόμιο, τον
Δεκέμβριο
του 1382, που
γράφει:
«Υποκόμης.
Μας
γίνεται
παράκλησις να
θελήσωμε να
δώσωμε
προνόμιο σε
κάθε Έλληνα
και
Αρβανίτη
που θα
θελήση να έλθη
στο δουκάτο
της Αθήνας, να
είναι
ασύδοτος
για δύο
χρόνια…» […].
Δεν επρόλαβε
όμως να
συνεχίση τις
φροντίδες
του εκείνες
ο
Ροκκαβέρτης,
γιατί
ωρισμένοι
περισπασμοί
του
βασιλείου
στην
Καταλανία
και στην
Σικελία τον
έφεραν πολύ
σύντομα πίσω
στην Ισπανία.
Αντικαταστάτην
του
αφήνει
στην Αθήνα τον
ιππότη Ραμόν ντε
Βιλανόβα, ο
οποίος
απεδείχθη
αντάξιός
του σε
ευφυία και
δραστηριότητα.
Συνεχίζει
τις φιλικές
σχέσεις με
τους
Ναβαρραίους,
με
τις οποίες
και
κατορθώνει
να φύγουν από
την Θήβα και από
την Λειβαδιά
οι
τελευταίοι
από αυτούς
που είχαν
απομείνει
εκεί. Ήταν δε
απαραίτητο
στους
Καταλανούς
να
αποκαταστήσουν
την κυριαρχία
τους σε όλην
την Βοιωτία,
για να
μπορέσουν να
ασφαλίσουν
τα όρια του
δουκάτου από
την πλευρά από
την
οποία
εκινδύνευε.
Στον ίδιο
λοιπόν τον
Βιλανόβα
έπεσε η
φροντίδα αυτή,
στην
οποία,
όπως είδαμε,
είχε
αποβλέψει ο
γενικός
επίτροπος
Ροκκαβέρτης.
Όπως
δείχνει η
πυκνή
παρουσία
Αρβανιτών
στις βόρειες
και στις
δυτικές
παρυφές της
Βοιωτίας,
αφού ο Πέτρος
Δ΄ έδωσε την
άδεια που τού
είχε
εκείνος
ζητήσει, ο
Ραμόν
ντε
Βιλανόβα
έφερε το 1383 έναν
σημαντικό
αριθμό
Αρβανιτών του
δουκάτου
της
Υπάτης
και τους
επρόνοιασε
εκεί, όπου
και τους
εγνωρίσαμε
στα νεώτερα
χρόνια.
Για να
ασφαλίση την
είσοδο στον
Βοιωτικό
κάμπο από την
βορεινή
πλευρά,
ετοποθέτησε
ένα
μέρος από
αυτούς στην
Λοκρίδα, στο
πέρασμα του
δρόμου των
Θερμοπυλών
από την
παραλία του
Μαλιακού και
του
Ευβοϊκού
κόλπου.
Συγκεκριμένως
δε, στα
χωριά
Λιβανάτες,
Τραγάνα, Μάζι,
Προσκυνά,
Μαρτίνο,
Μαλεσίνα και
Λάρυμνα. Για
να
ασφαλίση εξ
άλλου τα
παράλια της
Λιβαδόστρας
και την
είσοδο στο
δουκάτο
από τον
δρόμο των
Σαλώνων (τον
δρόμο των
Δελφών),
ετοποθέτησε
άλλους γύρω
στον
Ελικώνα,
στα χωριά
Κυριάκι,
Ζερίκι,
Ζαγαράς,
Χώστια,
Δόμβραινα,
Σάχου,
Βρασταμίτες,
Σουληνάρι,
Στροβίκη και
σε 30 περίπου
άλλα στην
υπόλοιπη
Βοιωτία.
Προήρχοντο
δε
οι Αρβανίτες
εκείνοι
κυρίως από την
Θεσσαλομαγνησία,
στην οποία εν
τω
μεταξύ
είχαν
επεκταθή οι
Σέρβοι.
Αλλά όπως
μαρτυρεί η
πραγματικότης,
και οι
διωγμένοι από
τον Θωμά
Πρελιούμποβιτς,
μετά
την ήττα του
Γκίνου Λιόσα,
Λιόσηδες
και ένα μέρος
από τους
Μαλακασαίους,
που,
όπως ξέρομε,
ανήκαν στην
παράταξί τους,
ήλθαν τότε και
επρονοιάσθησαν
από τον
Ραμόν ντε
Βιλανόβα στο
δουκάτο της
Αθήνας. Ο
εμπειροπόλεμος
Καταλανός
ιππότης
τους
ετοποθέτησε
σε δεύτερη
γραμμή αμύνης,
που
επροστάτευε
ειδικά την
Αττική
από την βόρεια
και την δυτική
πλευρά.
Πραγματικά,
βρίσκομε
τους
Λιόσηδες
εγκατεστημένους
στο Κατάδεμα:
στα Λιόσια,
στο Καματερό
και στην Χασιά,
να
προστατεύουν
το
λεκανοπέδιο
της Αθήνας από
τον δρόμο του
Θριασίου
και από τον
δρόμο της
Φυλής
(μόνο στο
κεφαλοχώρι
του
Καταδέματος,
όπου
εγκατεστάθη
ο αρχηγός της
φάρας,
επεκράτησε
ως τοπωνύμιο
το επώνυμο
–στου–
Λιόσα και
ξεχάστηκε
εκείνο
που
προϋπήρχε.
Αντιθέτως,
διετήρησαν το
παλιό τους
όνομα τα δύο
άλλα: το
Καματερό,
που ήταν
φέουδο της
βυζαντινής
οικογενείας
των Καματηρών,
και η Χασιά,
της
οποίας το
όνομα σημαίνει
τον
χαρακτηρισμό
του τόπου·
γιατί
πραγματικά
το μικρό
οροπέδιό της
είναι
εντελώς
χαμένο μέσα
στις
κολπώσεις
των γύρω βουνών
και όχι
μόνο είναι
αθέατο από
τους
δρόμους των
προσβάσεών
του, αλλά
ούτε μέσα
από αυτό
διακρίνει
κανείς την
είσοδο και
την έξοδό του.
Αντίστοιχες
γραμματικώς
λέξεις
υπάρχουν
πολλές στην
γλώσσα μας,
όπως μπασιά,
κατεβασιά, κ.ά.).
Βρίσκομε
Μαζαρακαίους
και
Λιόσηδες,
επίσης, στο
δερβένι της
Φυλής, όπως
μαρτυρούν
ακόμη
τα τοπωνύμια
Μαζαράκι και
Λιοσάτι, ίσως
δε Λιόσης ήταν
και ο
Κριεκούκιας,
ο
αρχηγός των
οικιστών του
φερώνυμου
χωριού, που
επροστάτευε
την έξοδο
του
δερβενιού
προς την
κοιλάδα του
Ασωπού.
Βρίσκομε,
τέλος, τους
Μαλακασαίους
εγκατεστημένους
σε
αντίστοιχα
επίκαιρη θέσι,
προς την
ανατολική
πλευρά,
στην
είσοδο της
Αττικής από το
διάσελο
μεταξύ
Πάρνηθος και
Μαυροβουνιού.
ό.π. σσ. 108-110
… Έτσι κατά τα
επόμενα χρόνια,
μετά την
επικράτησι
του Αντωνίου
Ατζαϊόλη στο
δουκάτο της
Αθήνας και,
ασφαλώς κατά
το
διάστημα των
ετών 1418-1420,
μεταναστεύουν
οι Αρβανίτες
εκείνοι και
εποικίζονται
στην Αττική
και στην
κοιλάδα του
Ασωπού. Μετά
τους
Λιόσηδες,
τους
Μαζαρακαίους
και
τους
Μαλακασαίους,
που
εγνωρίσαμε
κατά την
εποίκισι
που έκαναν οι
Καταλανοί
το 1383,
εμφανίζονται
τώρα στην
Αττική
Μπουαίοι,
Σπαταίοι,
αλλά και
άλλες φάρες
των
οποίων τα
ονόματα
διέφυγαν μεν
έως το σημείον
αυτό την
ιστορία, τα
βρίσκομε
όμως στη
συνέχειά της
κατά τους
επόμενους
αιώνες, όπως
οι φάρες του
Κιούρκα,
του Σχηματάρη
και του
Λιόπεση. […].
Ο Αντώνιος
Ατζαϊόλης
ετοποθέτησε
τους
Αρβανίτες
του δικού
του
εποικισμού
κατά τρόπον,
ώστε να
ασφαλίζουν
το
δουκάτο
από την πλευρά
που
εγειτόνευε
με τους
Βενετούς της
Ευβοίας.
Επύκνωσε
δηλαδή
τους
Αρβανίτες
του
Βοιωτικού
κάμπου,
ασφάλισε
περισσότερο
την είσοδο
στο
λεκανοπέδιο
της Αττικής από
τις παρυφές
του
Πεντελικού
και
επεξέτεινε
την
εποίκισι στα
Μεσόγεια, σε
όλην δηλαδή την
πλευρά της
Αττικής που
αντικρύζει την
Εύβοια.
Εξετάζοντας,
τώρα, στο
σύνολό της την
εγκατάστασι
των Αρβανιτών
από
στρατηγικήν
άποψι, από τον
Ευβοϊκό
κόλπο, έως την
Μεγαρίδα,
τους
βρίσκομε
εγκατεστημένους
έξω από τον
αυχένα της
Πεντέλης-Υμηττού,
στα Σπάτα, στο
Λιόπεσι, και
έξω από το
διάσελο των
υψωμάτων του
Υμηττού και
από το
πέρασμα της
Βάρης, στο
Κοροπί, στο
Μαρκόπουλο,
στα Καλύβια
και στην
Κερατιά, να
προασπίζουν
την Αθήνα από την
ανατολική
πλευρά. Τους
βρίσκομε
τοποθετημένους
στο
Κακοσάλεσι,
στην Μαλακάσα,
στην Μπούγα,
στο Συκάμινο,
στο
Μαρκόπουλο,
στο Μάζι,
στο
Καπανδρίτι
και στο
Μπουγιάτι, να
προασπίζουν
το δρόμο της
Χαλκίδος
και τον
δρόμο του
Ωρωπού, που
αποτελούσαν
τις δύο
εισόδους
του
λεκανοπεδίου
από
την
βορειοανατολική
πλευρά.
Βρίσκομε
τους
Λιόσηδες να
προασπίζουν
το
λεκανοπέδιο
της Αθήνας
στην είσοδο
του δρόμου
της Φυλής και
του δρόμου
του Μοριά
(της Ιεράς
οδού). Και, όπως
μαρτυρεί στην
βορεινή
πλευρά του
δερβενιού,
κατά την
έξοδό του
προς την
κοιλάδα του
Ασωπού, το
ύψωμα
Λιοσάτεσι,
βλέπομε να
έχουν
επίσης οι
Λιόσηδες τον
έλεγχο σε
όλο το ορεινό
πέρασμα αυτού
του δρόμου,
με
δικούς τους
ανθρώπους
εγκατεστημένους
στα πέντε
δερβενοχώρια
του
οροπεδίου
των
Σκούρτων
–Κρώρα,
Καβάσιλα,
Κακονισκίρι,
Δερβενοσάλεσι,
Σκούρτα. Στον
άλλο δρόμο
των
Θηβών, που
κατευθύνεται
προς την
Ελευσίνα,
βρίσκομε
εγκατεστημένους
τους
Αρβανίτες
στο Μάζι και
στα
κεφαλοχώρια
που
προασπίζουν
τις δύο
εξόδους
του: στο
Κριεκούκι
προς τον
Ασωπό και στα
Κούντουρα
προς το
Θριάσιον. Το
δεύτερο
από
αυτά μαζί με τα
δύο χειμαδιά
του, την Μάνδρα
και την
Ελευσίνα,
μπορούσε
να έχη
και του
δρόμου του
Μοριά τον
έλεγχο.
Οι Αρβανίτες της Αθήνας – Γκαγκαραίοι –
Πλάκα
ό.π. σσ. 221-224
… Για πρώτη φορά
γίνεται
λόγος περί των
Αρβανιτών της
Αθήνας στην
έκθεσι περί
της Αττικής
που
έγραψε το
1674 ο πρόξενος
της Αγγλίας
Ιωάννης Ζιρώ,
προς χάριν
του
πρεσβευτού
της
Γαλλίας
μαρκησίου
Ντε Νουαρντέλ
(M.
Maxime Collignon,
Le consul Jean Giraud et sa relation de l’Attique au XVIIe siècle. Extrait
des Memoires de l’Académie des Inscriptions et Belles-Lettres, tome XXXIX, Paris
1913, σσ. 27 [395] και 38 [406]). Η
έκθεσις αυτή
είναι
γνωστόν, ότι
αποτελεί την
πιο έγκυρη
και
διαφωτιστική
πηγή για την
κατάστασι
της Αθήνας,
όλης της
Αττικής και
των
γειτονικών
νησιών, μετά τα
μέσα
του 17ου
αιώνος. Γράφει
λοιπόν σ’
αυτήν ο Ζιρώ
σχετικά με
τους
Αρβανίτες της
Αθήνας και
των περιχώρων
της: «Η πόλις
βρίσκεται
κάτω από το
κάστρο, που
είναι
πολύ ψηλό.
Το
μεγαλύτερο
μέρος της
είναι προς
τον βορρά και
τα
βορειοανατολικά,
από την
άλλη δε μεριά
του κάστρου
(την ανατολική)
δεν υπάρχουν
παρά μερικά
σπίτια
Αρβανιτών. […].
Μέσα στην πόλι
της Αθήνας,
όπως και σε
όλην την
αγροτική της
περιοχή, δεν
κατοικεί
άλλος λαός,
παρά Τούρκοι,
Έλληνες και
Αρβανίτες
και μέσα
στην πόλι
μερικοί
Φράγκοι, που
είναι οι κ.κ.
Αντώνιος
Καστανιέ,
πρόξενος του
Γαλλικού
έθνους,
Ιωάννης Ζιρώ,
πρόξενος του
Αγγλικού
έθνους, ο
Φίλιππι
Γκραμμάτικα
πρόξενος του
Βενετικού
έθνους, ο
Ιωάννης-Βαπτιστής
Τρυπητήρης
φαρμακέμπορος
και οι
σεβαστοί
πατέρες
Καπουκίνοι.
Οι Τούρκοι
κατέχουν
το
μεγαλύτερο
μέρος των
χωραφιών και
ένα μέρος από τα
αμπέλια και
τις εληές,
και οι
Έλληνες
κατέχουν το
μεγαλύτερο
μέρος από τις
εληές και τα
αμπέλια, αλλά
λίγα
χωράφια·
οι δε
Αρβανίτες
προηγουμένως,
δηλαδή, πριν από
καμμιά
τριανταριά
χρόνια, ήσαν
κύριοι όλων
των χωραφιών
γύρω στα χωριά.
Αλλά, όταν τούς
επέβαλαν
πολλές
εισφορές την
μια επάνω στην
άλλη, οι
Τούρκοι από
τους
οποίους
έπρεπε να
πάρουν
χρήματα ως
δάνειον και
με τόκο 30 και 40
τοις εκατόν
τον χρόνο,
επωφελούμενοι
από την
ευκαιρία,
τούς έκαναν να
υποθηκεύουν
τα χωράφια
τους με
τέτοιαν
συμφωνία, ώστε,
αν περνούσε ο
χρόνος χωρίς να
εξοφλήσουν
το χρέος, το
χωράφι
που
υποθήκευσαν
να μένη σ’
εκείνον που
τους είχε
δώσει τα
χρήματα. Με
τον
τρόπον δε
αυτόν, τα δύο
τρίτα των
χωραφιών των
Αρβανιτών
έχουν πέσει
στα χέρια
των Τούρκων,
οι οποίοι
διατηρούν ως
εργάτες
τους
Αρβανίτες
που ήσαν
προηγουμένως
σ’ αυτά
κύριοι…».
Εξετάζοντας
τα ονόματα των
Αθηναίων που
βρίσκομε σε
γραπτά μνημεία
της πόλεως από
τον 17ον
αιώνα και πέρα,
αναγνωρίζομε
πολλά που
ανήκαν σε
Αρβανίτες
στρατιώτες,
και μάλιστα,
σε
αρχηγούς
που
υπηρετούσαν
στις κτήσεις
των Βενετών
στην
Πελοπόννησο.
Όπως:
Αδάμης,
Βαλάμης,
Βαρυμπόπης,
Βεκούσης,
Γκίνης,
Γκολέμης,
Ζώης,
Καγκάδης,
Καπαρέλης,
Κουρτέσης,
Μάτεσης,
Μπάρδης,
Μπόρσας,
Μπούας,
Μπουζίκης,
Μπούκρας
(Μπούκουρας),
Σκλέπας,
Στίνης,
Σούγκρας,
Σκούρτης,
Στέρβος,
Χαϊμαντάς,
Χέλμης. Πολλά
μάλιστα
από αυτά τα
βρίσκομε να
συντροφεύουν
τα ονόματα της
ανώτερης
τάξεως των
Αθηναίων, σε
επικυρώσεις
πρακτικών
εκλογής
δημογερόντων
και σε άλλα
κοινοτικά
έγγραφα της
πόλεως (Δ. Γρ.
Καμπούρογλου,
Μνημεία
της Ιστορίας
των Αθηναίων, τόμ. Α΄, σσ. 252, 255, 257, 321,
324).
Μπορούμε,
λοιπόν, να
συμπεράνωμε
με
βεβαιότητα, ότι
οι
γκαγκαραίοι
της Αθήνας,
προέρχονται
από τους
εξοχώτερους
Αρβανίτες των
Βενετικών
κτήσεων της
Πελοποννήσου.
[…]. Το
παρωνύμιο
γκαγκαραίοι
ανήκε μόνον
στους
κατοίκους
της
ανατολικής
συνοικίας
της Αθήνας, από
την οδόν
Κυδαθηναίων
και πέρα,
δηλαδή, της
Πλάκας. Τους
κατοίκους
εκείνης της
συνοικίας
εχαρακτήριζαν
οι Αθηναίοι
κατά τα
μεταγενέστερα
χρόνια, ακόμη
και μετά
την
απελευθέρωσι,
ως τραχείς
και
ακοινώνητους,
ως
διαφορετικούς
από τους
γηγενείς. Σ’
αυτήν λοιπόν
την περιοχή
είχεν
εγκαταστήσει
η τουρκική
διοίκησις την
ομάδα
των Αρβανιτών
που έφερε
στην Αθήνα, και
σ’ αυτήν,
άλλωστε,
εγνωρίσαμε
οι
μεταγενέστεροι
τα
τελευταία
απομεινάρια
τους. Εκεί
τους
τοποθετεί,
όπως
είδαμε,
και ο Ζιρώ το 1674,
διευκρινίζει
δε το πράγμα,
λίγα χρόνια
αργότερα, με
τοπογραφικήν
σαφήνειαν, ο
μηχανικός του
Μοροζίνη
Βερνέντα, στον
χάρτη
της
Ακροπόλεως,
που συνέταξε
το 1687,
αναγράφοντας
στην
ανατολική
άκρη του
οικισμού
της Αθήνας
και ακριβώς
στην γύρω από το
μνημείον του
Λυσικράτους
περιοχή, τον
προσδιορισμό:
Diverse case d’Albanes
–διάφορα
σπίτια Αλβανών.
Και
επαναλαμβάνει
αργότερα την
βεβαίωσιν
του
πράγματος
ο Παναγής
Σκουζές,
γράφοντας στα
Απομνημονεύματά
του, σχετικά
με τις
πόρτες του
τείχους:
«Προς
μεσημβρία μια,
η Αρβανίτικη
λεγόμενη της
Πλάκας, με το
να ήτον
προς εκείνο
το μέρος όλο
Αρβανίτες, οι
Πλακιώτες»
(Παναγή
Σκουζέ, Απομνημονεύματα, εκδ. Γ. Βαλέτα, σσ. 37
και 120).
α)
Απόσπασμα από
κείμενο
γραμμένο το 1770
και
δημοσιευμένο
από τον Σπ. Ασδραχά στο έργο του
Πραγματικότητες
από τον ελληνικό ΙΗ΄ αιώνα.
«…
Τα
Ντερβενοχώρια
Αττικής
και
Μεγαρίδος
είναι επτά
χωρία:
Κούντουρα,
Βίλια,
Περαχώρα,
Μπίσια,
Μάζι,
Μέγαρα και
Εξαμίλια. Αυτά
κατά το παρόν
είναι τα πλέον
ελεύθερα
και ακαταπάτητα
χωρία οπού να
είναι εις όλην
την
Βοιωτίαν και
Πελοπόννησον,
έστοντας και
να έχουν τα
προνόμια να
είναι
φύλακες εις
τους
δρόμους
οπού
εισέρχονται
από Βοιωτίαν
και Πελοπόννησον,
αρχινώντας από
το γεφύρι της
Τανάγρας έως
εις τον
Ισθμόν της
Κορίνθου∙
και
έχουν
υπόσχεσιν
εις την
αυθεντίαν να
αποκραίνωνται
όλοι κοινώς
εις κάθε
ζημίαν
οπού ήθελεν
ακολουθήσει
εις τους
δρόμους
αυτούς εις
το ένα χίλια,
και
έχουν
βίγλες εις
κάθε στενόν
του δρόμου.
Και δια ταύτην
την αιτίαν
είναι
πολλά
ολιγώτερα τα
δοσίματά
τους εις την
αυθεντίαν.
Είναι χαράτζι
τους από 90
παράδες
και η ποσότης
των χαρατζίων αποκομμένη
700 χαράτζια. Και
εκείνοι
μοιράζοντάς τα
ανάμεσόν τους,
τους πίπτει
από
μία
ολίγη ποσότης
παράδων του
κάθε ενός.
Δίδουν οι
υπαντρεμένοι
και εις τον
σπαή
τον κάθε χρόνον
διά
σπέντζα
παράδες 44
και οι
ανύπαντροι,
οπού είναι
επάνω των
δεκαπέντε
χρόνων, 22
παράδες.
Και την
δεκαετίαν
εις τους
καρπούς
τους, εις τα
δέκα ένα· και
εις τους αυθεντικούς
ανθρώπους
οπού
περνούν, δύο
φαγητά –ένα
εις
Κούντουρα
και το άλλο
εις
Μέγαρα, ότι
αυτά είναι
πλησίον εις
τους
δρόμους. Και
όσα
έξοδα γίνουν
τον χρόνον, τα
ρίπτουν και
εις τα επτά
χωρία και τα
πληρώνουν
ανάμεσόν
τους
κατά την δύναμιν
του κάθε
ενός. Είναι: τα
Κούντουρα
έως 300 σπίτια, τα
Βίλια
έως 150, το Μάζι έως
030, η Περαχώρα
έως
200, τα Μέγαρα έως 350,
τα Μπίσια έως 080,
τα Ξαμίλια έως
020, το όλον
1.130
σπίτια.
Εις τους 1770
δεν ήτον τα
ήμιση και από
τότε
υπάγουν
καθημερινώς
αυξάνοντας
οι φαμελίες
και την
καλλιέργειαν
της γης, και
αγοράζουν
και τόπους από
τους πέριξ
Τούρκους,
όσους εύρουν.
Αγόρασαν τώρα
οι
Κουντουριώτες
όλην της
Ελευσίνας
την γην από
τους αγάδες
της Αθήνας.
Αγόρασαν οι
Βιλιώτες
εις τον
κάμπον
της Πλαταιάς
πολλήν γην έως
τον ποταμόν
της Τανάγρας
από τους
αγάδες της
Θήβας.
Αγόρασαν οι
Περαχωρίται
έναν
κάμπον χέρσον
επάνω εις τον
Ισθμόν και
άρχισαν να τον
καλλιεργούν.
Αυτά
τα
χωρία έλαβαν
τα προνόμια από
τους
Τούρκους
εις τους 1677,
όταν οι
Βενέτικοι
επήραν
την
Πελοπόννησον
από τους
Τούρκους. Τα
χωρία αυτά
εστάθησαν
εις την
υποταγήν
των Τουρκών
εις την Θήβαν
και έλαβαν από
την Πόρταν την
οθωμανικήν
αυτά
τα
προνόμια: να
είναι
φύλακες του
δρόμου, να
εμποδίζουν
τους
Βενετζάνους
να μην
έχουν την
διάβασιν της
Βοιωτίας και
να περνούν οι
κλέπται του
Μορέως εις
την Βοιωτίαν
να
κλέπτουν.
Αυτοί ήτον
οκνηροί το
πρότερον εις
την γεωργίαν,
πάρεξ έζουν
βόσκοντες
γίδια μερικοί
και άλλοι
ξυλοφόροι
των ξύλων της
φωτίας, να
φέρουν εις
Κόρινθον, εις
Αθήναν και
Θήβαν και
εσύναζαν και
το ρετζίνι των
πεύκων.
Και
εζούσαν με
πολλήν
πτωχείαν έως
εις τους 1770,
όπου με την
άδειαν του
βεζίρ
Μουσούν
Ογλού
εσκότωσαν
πολύ πλήθος
Τουρκών οπού
επήγαν να
έβγουν από
τα
ντερβένια
χωρίς άδειαν
του Μουσούν
Ογλού, οπού
ήτον
φορτωμένοι από
τα κούρση του
δυστυχούς
Μορέως. Και ο
πασιάς
δίδοντας
άδειαν των
ντερβεντζήδων
ή να τους
γυρίζουν
οπίσω ή να
τους θανατώσουν·
και μετ’
αυτήν
την αιτίαν
τους
εθανάτωναν.
Και
παίρνοντας
εκείνα τα
λάφυρα,
επλούτισαν
και
μετήλλαξαν
την
οκνηρίαν εις
καλλιέργειαν
και
πραγματείαν
και υπάγουν
πλουταίνοντες.
Είναι
συνήθεια να
έχουν έναν
Τούρκον με
τίτλον να
λέγεται
ντερβέν αγάς και
αυτό διότι το
έχουν
απαίσιον να
είναι
ρωμαίος
αρχηγός. Αυτόν
τον Τούρκον
τον εκλέγει
ο μπέης της
Κορίνθου
και
παίρνει
αναφοράν από
τους
ντερβεντζήδες
και στέλλει
εις την Πόλιν
και του
φέρνει το
φερμάνι. Και η
πάγα του
δίδεται από το
μιρί της
Πελοποννήσου.
Ημπορούν
την
σήμερον να
είναι άνθρωποι
διά να κρατούν
άρματα έως δύο
χιλιάδες.»
«…
Ο πληθυσμός
της
περιφέρειας
Θηβών
υπολογίζεται
την 1/1/1936 σε 52.991
κατοίκους,
που
διαβιούν
σε μια πόλη
και 40 χωριά. Από
φυλετική
άποψη, ο
ντόπιος
πληθυσμός των
χωριών της
περιφέρειας
είναι
ομοιογενής.
Πρόκειται περί
πληθυσμού
αλβανόφωνης
καταγωγής. Από
αυτούς, όλοι
σχεδόν
εξακολουθούν
να είναι
αλβανόφωνοι,
αλλά στις
περισσότερες οικογένειες
ομιλείται ως
οικιακή
γλώσσα και η
Ελληνική. Μόνο
σε ελάχιστα
χωριά (τα
Δερβενοχώρια),
υπάρχουν ακόμη
μερικοί από
τους
γεροντότερους
(ιδίως
γυναίκες),
που
αγνοούν την
Ελληνική. [...].
Οι κάτοικοι
αυτοί δεν
είναι
παρά απόγονοι
των Αλβανών,
που κατέκλυσαν
την Βοιωτία
τα μέσα του 14ου αιώνα.
Από
πλευράς
κατάστασης
μόρφωσης, οι
Δερβενοχωρίτες
είναι άξιοι
παντός οίκτου
και
συμπαθείας
γιατί,
παρ’ όλον ότι
ανέκαθεν
υπήρξαν λαός
ελεύθερος,
μόλις προ
20ετίας απέκτησαν
Δημοτικά
σχολεία. Οι
πρώτοι
δάσκαλοι
διορίστηκαν
από το 1914, αλλά
πράγματι
εδίδαξαν
δάσκαλοι
μόλις από το 1918
στα
Δερβενοχώρια.
Η
αλβανική
γλώσσα
εξεμαθαίνετο από
όλους και
συναντά
κανείς σήμερα
ακόμη, μεταξύ
των γυναικών
ιδίως, αλλά
και των ανδρών
κατά δεύτερο
λόγο,
σεβαστό
ποσοστό
ατόμων, που
δεν μπορούν να
συνεννοηθούν
στην Ελληνική,
ή και την
αγνοούν
τελείως.»
Η
παρουσία των
Αρβανιτών στη
Σαλαμίνα
(Αρχείο
Αρβανίτικων
Μελετών,
εκδ. Θάμυρις, Αθήνα 1996,
τομ. Α΄, σ. 53)
του Τάσου Π. Καραντή
Πτυχιούχου
Θεολογικής
Σχολής
του
Πανεπιστημίου
Αθηνών και
πτυχιούχου
του Κέντρου
Σπουδών
Νοτιοανατολικής
Ευρώπης
Η
Σαλαμίνα
εποικίσθηκε
από
Αρβανίτες
μεταξύ του
έτους 1394 και
της πρώτης έως
δεύτερης
δεκαετίας
του 15ου
αιώνα.
Πριν όμως από την
αναλυτική
εξέταση των
πληροφοριών
περί της
εγκατάστασής
τους, θα
αναφερθούμε
εν συντομία,
σχεδόν
διαγραμματικά,
στη μόλις
προηγούμενη
περίοδο,
δηλαδή, από τις
αρχές του
13ου
αιώνα έως τα τέλη του 14ου με αρχές του 15ου.
Μετά το 1204 η
Σαλαμίνα
ανήκει
στους
Βενετούς,
αλλά
ουσιαστικά
και πρακτικά
διατελεί υπό
την εξουσία
του
Φραγκικού
Δουκάτου
των Αθηνών. Η
διοίκηση των
Φράγκων
εξασφαλίζει
σχετικά άνετη
και
ειρηνική ζωή
των κατοίκων
με
αποτέλεσμα
την
κοινωνικο-οικονομική
ανάπτυξη του
νησιού (κατά
τους
χρόνους της
Φραγκοκρατίας
χτίστηκαν τα
ναΰδρια του
Αγίου
Νικολάου
στο Μπατσί,
του Αγίου
Γεωργίου
στο Γκίνανι,
της Αγίας
Κυριακής,
του
Αγίου Πέτρου
στο Αμπελάκι
κ.ά.).
Στα 1311 η
ηγεμονία του
Δουκάτου
της Αθήνας
περνάει
στους
Καταλανούς
και η
Σαλαμίνα
ανήκει πλέον
σ’ αυτούς.
Λίγα
χρόνια
όμως αργότερα
περιέρχεται
στους
αυτοκρατορικούς
Έλληνες της
Κωνσταντινούπολης.
Οι κάτοικοι
της
Σαλαμίνας
αποδέχτηκαν
ενεργητικά
την κυριαρχία
τους και
τους
έστειλαν και
φόρους. Η
κίνηση αυτή
προκάλεσε
την οργή των
Βενετών οι
οποίοι
εισέβαλαν
στο νησί, το 1319,
και για
τιμωρία
αιχμαλώτισαν
περί τους
πεντακόσιους
(500) κατοίκους
τους
οποίους
τους
πούλησαν σε
δουλεμπόρους.
Η
κατάσταση
αυτή
υποχρέωσε
τους
Βυζαντινούς
να
ισχυροποιήσουν
την
παρουσία
τους
στο νησί κι
έτσι απέτρεψαν
πειρατική
κατ’ αυτού
ενέργεια των
Τούρκων
του
Κράτους του
Ικονίου το 1332 ή
1333. Τελευταία
αναφορά για
βυζαντινή
παρουσία
στο νησί
έχουμε το 1344.
Στα 1350 η
Σαλαμίνα
περιέρχεται
ξανά στο
καταλανικό
Δουκάτο των
Αθηνών.
Για την περίοδο από το
δεύτερο ήμισυ του 14ου αιώνα μέχρι τα τέλη του
και τις αρχές του 15ου,
όπου έχουμε
και την
εγκατάσταση
των Αρβανιτών
στο νησί, οι
πληροφορίες
είναι
μηδαμινές.
Πάντως
στους
ταραχώδεις
χρόνους της
Καταλανοκρατίας
στην Αθήνα και
ιδιαίτερα
κατά τα
γεγονότα
των χρόνων
1319-1360
επηρεάστηκε
δυσμενώς η
Σαλαμίνα και
αραίωσε ο
πληθυσμός
της
αλλά δεν
ερήμωσε. Η
κυριαρχία των
Καταλανών επί
της
Σαλαμίνας από
τα μέσα του 14ου
αιώνα ώς τα 1388,
οπότε το
Δουκάτο
περιήλθε
στους
Φλωρεντίνους
Ατζαγιόλι,
δεν
οδηγεί κατ’
ανάγκην στο
συμπέρασμα ότι
οι
εναπομείναντες
κάτοικοι
υποχρεώθηκαν
να
εγκαταλείψουν
το νησί.
Μετά απ’ όλη
αυτή την
ταραγμένη
περίοδο του
δευτέρου
μισού του 14ου
αιώνα ανοίγει,
με τον
εποικισμό των
Αρβανιτών, ένα
νέο κεφάλαιο
στη
μεταβυζαντινή
ιστορία της
Σαλαμίνας. Οι
Αρβανίτες με
την
εγκατάστασή
τους στη
Σαλαμίνα (1400
περ.) θα
διαμορφώσουν
ανεξίτηλα τη
φυσιογνωμία
του νησιού
και θα
αποτελέσουν
αναπόσπαστο
τμήμα της
νεότερης
ταυτότητάς
του.
Το
πρώτο ρεύμα
αρβανίτικου
εποικισμού
από
την Αττική περί
το 1400 αφορά μόνο
τη Σαλαμίνα
(δηλαδή τη
σημερινή
πόλη) καθώς
και τα χωριά
Μούλκι και
Κακηβίγλα
και όχι το
Αμπελάκι. Αυτό
(η ονομασία
του εξ
εκεί
καλλιεργείας
αραιάς
αμπέλου)
δημιουργήθηκε
ως οικισμός
περί τα
τέλη του 16ου
αιώνα από
ομάδες
Αρβανιτών
αλιέων οι
οποίοι
προέρχονταν από
την
Αργολίδα.
Σχετικά με
τις
συνθήκες της
εγκατάστασης
των Αρβανιτών
στη Σαλαμίνα, η
ντόπια
παράδοση
αναφέρει ότι
την βρήκαν
ακατοίκητη.
Οι νέοι
έποικοι από
θαλάσσης
ελθόντες
έφθασαν στο
νησί και
αποβιβάστηκαν
στην παραλία
της σημερινής
πόλεως
της
Σαλαμίνας την
οποίαν βρήκαν
ακατοίκητον
και κατάφυτη
και δια
μέσου της
βλάστησης
ακολούθησαν
ρυάκι και
έφθασαν μέχρι
της πηγής του
ανατολικά
της
εκκλησίας
του Αγίου
Ανδρέα.
Στην ανωτέρω
παράδοση να
προσθέσω και
μαρτυρία-παράδοση
από την
προγιαγιά
μου Δήμητρα
Φήμη (1878-1974), η
οποία μιλά
περί του
τρόπου της
αναζήτησης
τόπου υπό των
Αρβανιτών
εποίκων για
τη
δημιουργία
του
οικισμού
τους.
Συγκεκριμένα
αναφέρει, πως
για την
ανεύρεση του
καταλληλότερου
σημείου (από
πλευράς
κλίματος) για
τη δημιουργία
του
οικισμού
κρέμασαν σε
διάφορα πιθανά
μέρη το συκώτι (mulshi e zezë)
από ζώο και
ανάλογα με τη
βραδύτητα της
αποσύνθεσής
του επέλεξαν
και το σημείο
εγκατάστασης.
Μας
«δείχνει»
δηλαδή η
μαρτυρία-παράδοση
αυτή πως δεν
βρήκαν οι
Αρβανίτες
κάποιον ήδη
υπάρχοντα
οικισμό
ντόπιων
κατοίκων ώστε
να
εγκατασταθούν
εκεί ή έστω
στις παρυφές
του.
Όμως οι
ιστορικές
πληροφορίες,
οι
εντυπώσεις
από τα μνημεία
της νήσου και
η εξέταση των
τοπωνυμίων
της
Σαλαμίνας
αντιφάσκουν
προς τη ντόπια
παράδοση,
τουλάχιστον
ως προς την
ολότητά της. Η
παρουσία
ενός
ευρέος
ελληνικού
τοπωνυμικού
στρώματος,
προγενέστερου,
πάνω στο οποίο
επικάθισε
το
αρβανίτικο,
μας οδηγεί
στο
συμπέρασμα
πως οι
εγκατασταθέντες
Αρβανίτες
βρήκαν
κατοίκους
από τους
οποίους
έμαθαν τα
ονόματα των
θέσεων του
νησιού τα
οποία και
διέσωσαν μέχρι
εμάς ως
ασφαλή
μαρτυρία της
μακράς
συμβίωσής
τους με
τους
πρότερους
κατοίκους.
Η ανωτέρω
παράδοση περί
της
προσελεύσεως
και
εγκαταστάσεως
των Αρβανιτών
της
Σαλαμίνας
είναι
αξιόπιστη μόνον
ως προς
τον
πυρήνα της· οι
λεπτομέρειες
φαίνονται
πλάσμα,
διεργασίες
της
παραδόσεως
δια
μέσου των
αιώνων.
Οι επήλυδες
βρήκαν στο νησί
ικανό αριθμό
ντόπιων, μετά των
οποίων αυτοί
–ομόθρηκοι–
και
συνεχρωτίσθησαν.
Υπό
τους
δυσμενείς
τότε όρους
κλειστής
οικονομίας
οι παλαιοί
κάτοικοι
βαθμηδόν
και
μέχρις
ορισμένου
βαθμού
εξαρβανιτίσθησαν.
Οι πρώτες
γραπτές
μαρτυρίες
για τους
Αρβανίτες της
Σαλαμίνας
χρονολογούνται
από τα τέλη του 17ου
αιώνα κι
έπειτα.
Ο Πέτρος
Φουρίκης
αναφέρει πως
έχει
συγκεντρώσει
σημειώματα
ιδιοκτησίας,
προικοσύμφωνα
κτλ., αυτής
της
περιόδου,
στα οποία
μνημονεύονται
ονόματα
αρβανίτικων
οικογενειών.
Τα έγγραφα
αυτά είναι
συντεταγμένα
ελληνιστί από
Αρβανίτες
ιερείς,
αναγνώστες
και λαϊκούς,
που είχαν
μάθει την
ελληνική
γλώσσα, στα
πρότυπα
εγγράφων των
Αθηναίων
νοταρίων.
Αυτό μας
δείχνει ότι ήδη
στα τέλη του 17ου
αιώνα οι
Αρβανίτες της
Σαλαμίνας
είχαν υποστεί
ευρύτατα την
επίδραση του
αθηναϊκού
πολιτισμού.
Στα 1676 ο
Πρόξενος της
Γαλλίας στην
Αθήνα Giraud
επισκέπτεται
τη Σαλαμίνα
και μας
πληροφορεί
ότι ο
πληθυσμός
αποτελείται
εν
μέρει από
Έλληνες και
εν μέρει από
Αρβανίτες. Ο
συνεπισκέπτης
του Spon
παρατηρεί ότι
οι κάτοικοι
του νησιού
είναι πολύ
φτωχοί, όπως
όλοι οι
Αρβανίτες
στην Ελλάδα.
Δέκα χρόνια μετά
ο Ολλανδός Dapper
λέει ότι από
τους
φτωχούς
κατοίκους
του νησιού,
όπως και οι
άλλοι
Αρβανίτες, οι
περισσότεροι
είναι
Έλληνες.
Μεταγενέστεροι
περιηγητές
μιλούν
αποκλειστικά
περί
αρβανίτικου
πληθυσμού
στη Σαλαμίνα.
Στις αρχές του 19ου
αιώνα ο Hobhouse
διακρίνει
τους
κατοίκους
της
Κούλουρης
(Σαλαμίνας) από
αυτούς του
Αμπελακίου
και λέει ότι
οι πρώτοι ήσαν
ανάμεικτοι
Έλληνες
και
Αρβανίτες ενώ
για τους
δεύτερους
ότι ήσαν
Αρβανίτες.
Στις παραπάνω
μαρτυρίες,
όταν οι ξένοι
περιηγητές
αναφέρονται
διαχωριστικά
σε Έλληνες
και
Αρβανίτες,
εννοούν
τους
ομιλούντες
ευχερώς την
Ελληνική και
τους
ομιλούντες
αυτήν
δυσχερώς ή
και μη
εννοούντας
αυτήν
αντίστοιχα.
Στα 1810 ο Σκωτσέζος John Galt
υπολογίζει
τον πληθυσμό
της
Σαλαμίνας σε
5.000
ψυχές και
αναφέρει πως
οι κάτοικοι
ήσαν στην
πλειοψηφία
τους
Αρβανίτες.
Στους
αμέσως
επόμενους
χρόνους θα
ακολουθήσουν,
όπως και οι
υπόλοιποι
κάτοικοι
του
ελλαδικού
χώρου, τις
τύχες
τούτου του
τόπου με
αποκορύφωση
τη συμμετοχή
τους και την
πολύτιμη
προσφορά
τους στην
επανάσταση
του 1821.
Η αρβανίτικη διάλεκτος –
το ιδίωμα της Σαλαμίνας
του ιδίου
Την πορεία
του
αρβανίτικου
ιδιώματος
της
Σαλαμίνας
μπορούμε να
την χωρίσουμε
στα εξής
τέσσερα (4)
στάδια:
Πλήρης επικράτηση των Αρβανίτικων με ελάχιστη γνώση της ελληνικής γλώσσας από λίγους: κληρικούς, αναγνώστες, λίγους γραμματισμένους, μερικού που ήξεραν λίγες λέξεις.
Β) Δεύτερο ήμισυ 19ου αιώνα
– αρχές 20ουαιώνα
Η εποχή των αρβανίτικων με προοδευτικό εμπλουτισμό τους από πλήθος νεοελληνικών λέξεων που ενσωματώθηκαν στο αρβανίτικο ιδίωμα ακολουθώντας τους κανόνες του.
Γ) Αρχές 20ου αιώνα – 1960
περίπου
Παράλληλη χρήση Αρβανίτικων και Ελληνικών.
Ο αείμνηστος καθηγητής Δ. Πάλλας σημειώνει γι’ αυτή την περίοδο: «Κατά τους χρόνους της παιδικής μου και εφηβικής μου ηλικίας μετεχειρίζοντο εκ των κατοίκων της Σαλαμίνος μη ανέτως την Ελληνικήν ολίγοι εκ των ασχολουμένων αποκλειστικώς περί εργασίας της υπαίθρου (ποιμένες, ρητινοσυλλέκται, υλοτόμοι), μεταξύ δε τούτων ιδιαιτέρως αι γυναίκες.» Και για τους κατοίκους των Αμπελακίων: «… μέχρι των πρώτων δεκαετιών του τρέχοντος αιώνος ωμίλουν με κάποιαν δυσκολίαν την ελληνικήν οι ασχολούμενοι αποκλειστικώς με εργασίας της υπαίθρου».
Δ)
1960 περίπου - ώς
τις μέρες μας
(2001)
Προοδευτική
εγκατάλειψη των
Αρβανίτικων.
Ο
Γερμανός γλωσσολόγος Claus Haebler
ο οποίος
επισκέφτηκε
τη Σαλαμίνα το
1959 όπου
παρέμεινε δύο (2)
μήνες και
μελέτησε το
αρβανίτικο
ιδίωμά της
σημειώνει:
«Οι
πληροφορίες
μου για τις
οικογένειες
της
Σαλαμίνας
είναι ότι οι
γονείς
αποφεύγουν
να μάθουν τα
παιδιά τους
αρβανίτικα,
λέγοντάς τα
“άσχημα”. Μόνο
οι παλιές
γενιές μιλούν,
οι 20-30 ετών λίγο
και οι κάτω
των 20
ετών
καθόλου».
Τα
τελευταία
χρόνια το
αρβανίτικο
ιδίωμα της
Σαλαμίνας
ακολουθεί
πορεία
αποδυνάμωσης
και ταχύτατης
υποχώρησης
που θα
το
οδηγήσει
στην οριστική
του
εξαφάνιση.
του Γιάννη Π. Γκίκα
Απόσπασμα από
το βιβλίο
του Οι
Αρβανίτες
και το
αρβανίτικο
τραγούδι στην
Ελλάδα,
Αθήνα 1978, σσ. 21-38
Ο
γεωγραφικός
χώρος της
Εύβοιας, όπου
μιλιούνται τ’
αρβανίτικα,
εντοπίζεται
στην Καρυστία,
και ξεκινάει
απ’
τα νότια
του
Αυλωναρίου
και του
Αλιβερίου
και φτάνει ώς
κάτω, στην
Κάρυστο και
στο
Μαρμάρι. Εξήντα
είναι,
συνολικά, τα
χωριά, όπου
μιλιούνται τ’
αρβανίτικα
και σ’
αυτά δεν
συμπεριλαμβάνονται
τα χωριά Αντιά
και
Πλατανιστός,
καθώς και η
Κάρυστος
και το Μαρμάρι.
Η αρβανίτικη
γλώσσα
διατηρείται
ολοζώντανη
κ’
είναι το
καθημερινό
μέσο
επικοινωνίας
των ανθρώπων
στα χωριά του
Καβοντόρου.
[…]
Οι κάτοικοι
των χωριών της
νότιας
Καρυστίας,
όπου
μιλιούνται τ’
αρβανίτικα, με
την απογραφή
του 1951 ήταν 15.279 σε
σύνολο
πληθυσμού
της επαρχίας
Καρυστίας 56.880
κατοίκων,
δηλαδή
ποσοστό
28,86%. Με την
απογραφή του
1961 ήταν 14.444 σε
σύνολο
πληθυσμού
της επαρχίας
55.542
κατοίκων,
δηλαδή
ποσοστό 26%, και
με την πρόσφατη
απογραφή (1971) οι
κάτοικοι των
αρβανιτοχωριών
ανέρχονται σε
12.878, σε σύνολο
πληθυσμού
όλης της
επαρχίας
Καρυστίας 48.380
κατοίκων,
δηλαδή
ποσοστό 26,61%. […]
… Ο Γάλλος
περιηγητής
και
ιστοριογράφος
Pouqevilleστο
βιβλίο του
που τύπωσε το
1826 (Voyage de
Οι
Αρβανίτες στην
Πελοπόννησο
του Λάμπρου
Μπαλτσιώτη
Οι
περιηγητές
και άλλες
πηγές, στους
επόμενους
αιώνες,
βεβαιώνουν
τη
συνεχή
παρουσία
Αλβανών σε
όλες σχεδόν
τις περιοχές
της
Πελοποννήσου.
Από τα
οθωμανικά
κατάστιχα
συμπεραίνουμε
ότι στο
διάστημα των
τριών αιώνων
που
μεσολάβησαν
(μέχρι δηλ. τα
μέσα του 19ου
αιώνα) σε
μερικές
περιοχές, όπως
τη
βορειοδυτική
Πελοπόννησο,
υπήρξε
σημαντικότατη
γεωγραφική
συρρίκνωση
του
αλβανόφωνου
πληθυσμού.
Πιθανώς τον
18ο
αιώνα φαίνεται
ότι υπήρξε
εγκατάσταση
ομάδων
μουσουλμάνων
Αλβανών,
εντοπισμένων
κυρίως στη
σημερινή
βορειοανατολική
Ηλεία με
ιστορικό
κέντρο του
Λάλα και στην
Μπαρδούνια
του
Ανατολικού
Ταϋγέτου. Μια
άλλη ομάδα
μουσουλμάνων,
μέρος της
οποίας
μιλούσε
Αλβανικά,
είναι αυτή
του Φαναρίου
και των
Μουρτατοχωρίων
στο σημερινό
νομό Ηλείας.
Δεν πρέπει να
αποκλειστούν
και
άλλες
μετακινήσεις
προς την
Πελοπόννησο
μικρών
αλβανόφωνων
ομάδων σε
διαφορετικές
χρονικές
περιόδους.
Οι
πληροφορίες
μας σχετικά
με τους
Αρβανίτες
και τα
γεωγραφικά
όρια της
γλώσσας
πληθαίνουν από
τις αρχές του
19ου αιώνα. Το 1890
εκδίδεται το έργο
του Γερμανού Αlfred Philippson Zur
Ethnographie des Peloponnes (36 Ι,
ΙΙ, J. Perthes,
Από άλλες
πηγές
συμπληρώνουμε
τις γνώσεις
μας για
τους
αλβανόφωνους
οικισμούς,
ειδικά για
περιοχές όπως
η Ηλεία και η
Αρκαδία.
Σημαντική
βοήθεια για
τη σχετική
αποκατάσταση
των κενών
μπορεί να
παράσχει σε
ορισμένες
περιπτώσεις
και
η
προφορική
ιστορία. Η
δυσχέρεια
οφείλεται
στο γεγονός
ότι οι πηγές
και
κυρίως οι
τοπικοί
λόγιοι
αποφεύγουν
να αναφερθούν
ή αποκρύπτουν
την
ομιλούμενη
γλώσσα,
πόσο μάλλον
όταν αυτή
βρίσκεται σε
υποχώρηση.
Η
αποσιώπηση
είναι επίσης
ισχυρή και
στους
κόλπους των
κοινοτήτων: η
εξαφάνιση
της γλώσσας
επιφέρει και
το σβήσιμο
της μνήμης και
της γνώσης της
γλωσσικής
ετερότητας.
Σε μερικές
περιπτώσεις η
απώλεια της
μνήμης μπορεί να
προηγείται
της πλήρους
γλωσσικής
εξαφάνισης.
Δύο
χαρακτηριστικά
παραδείγματα
συναντήσαμε
στου Κόκλα
Τριφυλίας
και στου
Μοίρα του
Παναχαϊκού.
Αργολιδοκορινθία
Η
περιοχή της
Αργολιδοκορινθίας
αποτελεί το
νοτιοδυτικό
τμήμα της
συμπαγούς
μέχρι τις αρχές
του 20ου
αιώνα
αλβανόφωνης
περιοχής του
Ελληνικού
κράτους που
οριζόταν από το
όρος
Ελικώνα
βορειοδυτικά
με το χωριό
Στείρι ως
ακραίο όριο,
βορειοανατολικά
την
περιοχή της
Μαλεσίνας
στη Λοκρίδα,
και
επεκτεινόταν
στην Καρυστία
και τη βόρεια
Άνδρο,
συμπεριλαμβάνοντας
τα νησιά του
Αργοσαρωνικού
εκτός της
Αίγινας. Στο
εσωτερικό
αυτής της
περιοχής,
ιστορικά
–μετά την
Ελληνική
Επανάσταση– η
συμπαγής
αλβανοφωνία
διακοπτόταν,
πέρα από την
ελληνόφωνη
Αίγινα, από
ελάχιστους
αλλά
σημαντικούς
πληθυσμικά
θυλάκους
ελληνοφωνίας,
κυρίως στις
πόλεις: Θήβα,
Κάρυστο,
Αθήνα, Μέγαρα
και Ναύπλιο.
Η
αλβανοφωνία στην
περιοχή αυτή, ήδη από
τον 19ο
αιώνα,
συρρικνώνεται
γεωγραφικά,
κάτι
που
συνεχίζεται
μέχρι
σήμερα. Δίπλα
στους
οικισμούς
όπου
ελάχιστοι
ηλικιωμένοι
«θυμούνται»
μερικές
φράσεις στα
Αρβανίτικα,
υπάρχουν
άλλοι στους
οποίους
γνωρίζουν τη
γλώσσα και
τη χρησιμοποιούν
ακόμα και οι ηλικίες
των 20-30 ετών. Οι ακριβείς
περιγραφές
του Philippson
και του
Αντωνίου
Μηλιαράκη στο
έργο του Γεωγραφία
Πολιτική νέα
και αρχαία
του νομού
Αργολίδος
και
Κορινθίας
(Εστία, Αθήνα 1886)
μας
επιτρέπουν να
ανασυνθέσουμε
με σχετική
ακρίβεια τη
γλωσσική
γεωγραφία
της περιοχής.
Όλος σχεδόν ο
εντόπιος
πληθυσμός
της Περαχώρας,
της
Ανατολικής
και της
Κεντρικής
Κορινθίας
μέχρι τα
χωριά Ζεμενό,
Παναρίτι και
Κλημεντοκαίσαρι
στα δυτικά,
ήταν
αρβανιτόφωνος
τον 19ο αιώνα. Η
περιοχή
επεκτεινόταν
μέχρι το
οροπέδιο της
Στυμφαλίας,
ενώ
παραχωρούσε
στην
ελληνική
γλώσσα την
ευρύτερη
περιοχή της
Νεμέας. Μια
προέκταση γύρω
από τα
Πιτσαίικα
βουνά, ήταν
επίσης
αρβανιτόφωνη.
Στα δυτικά, τα
ελληνόφωνα
χωριά της
Γκούρας,
των Τρικκάλων
και της
Ζάχολης
όριζαν
αντίστοιχα τα
όρια της
ελληνοφωνίας
προς
τα ανατολικά.
Στην
Αργολίδα τον
19ο αιώνα η
αρβανιτόφωνη
ζώνη
οριζόταν
περίπου από τη
γραμμή
Κουτσοπόδι
– Άργος και
επεκτεινόταν
προς
τα
δυτικά. Εκτός
της μεγάλης
αυτής
ενότητας,
αρβανιτόφωνα
ήταν τα ορεινά
χωριά
Μπουγιάτι
και Τάτσι (σήμ.
Αλέα και
Εξοχή
αντίστοιχα)
στις πλαγιές
των
αρκαδικών
τειχών.
Οι
περισσότεροι
εντόπιοι
οικισμοί της
επαρχίας
Ναυπλίας και
όλοι της
επαρχίας
Ερμιονίδας
μιλούσαν
αρβανίτικα.
Αρβανιτόφωνη
ήταν και όλη
ουσιαστικά η
επαρχία
Τροιζηνίας.
Δίπλα στα
Φίχτια, όπου οι
νέοι αγνοούν
το
αρβανίτικο
κοντινό
παρελθόν
τους, ή
στο Ζεμενό,
όπου κάποιες
αρβανίτικες
φράσεις με
δυσκολία
ανασύρονται
από τη
μνήμη των
γεροντότερων,
εκπλήσσει η
ζωντάνια της
γλώσσας στο
Σοφικό,
στο
Αγγελόκαστρο,
στις Λίμνες,
στο Μπερμπάτι
(σήμ. Προσύμνα),
στο Χέλι,
ακόμη και
στην
Ερμιονίδα
και στα
Μέθανα. Στους
δύο αυτούς
νομούς
συναντάμε
μερικούς
οικισμούς με
ιδιαίτερα
έντονη
αρβανιτοφωνία.
Η γλωσσική
μετατόπιση
προς
τα
ελληνικά
«επεκτείνεται»
από τα δυτικά
προς τα
ανατολικά,
κάτι που ήδη
είχε
εντοπίσει ο
Αθανάσιος
Τσίγκος στα 1940
περίπου (Κείμενα
για τους Αρβανίτες, Αθήνα, 1991).
Η
αρβανιτοφωνία
υποχώρησε
πολύ ταχύτερα
στο σημερινό
νομό
Αργολίδας,
κυρίως λόγω
της μεγάλης
εγκατάστασης,
κατά τη
διάρκεια των
δύο
τελευταίων
αιώνων,
αρκαδικών
και άλλων
κτηνοτροφικών πληθυσμών.
Ήδη
το 1890 ο Χ.
Κορύλλος,
στην κατά τα
άλλα
λανθασμένη, με
βάση τα
ιστορικά
δεδομένα,
απάντησή του
στον Philippson,
σημειώνει την
υποχώρηση της
γλώσσας στην
Αργολίδα (Η
Εθνογραφία
της
Πελοποννήσου.
Απάντησις εις
τα υπό του κ. Α.
Philippson γραφέντα,
Ο Κάδμος, Πάτρα
1890). Σε αρκετά
χωριά της
πεδιάδας
δυτικά του
Άργους, η
γλώσσα
εγκαταλείφθηκε
μέσα στον 20ό
αιώνα.
Οι δύο
αυτοί νομοί
περιλάμβαναν
αρβανίτικα
χωριά και
κωμοπόλεις
με σημαντικό
πληθυσμό κατά
το παρελθόν.
Μεγαλύτερος
οικισμός
ήταν το
Κρανίδι που
γνώρισε –μαζί
με την Ύδρα, τις
Σπέτσες και
τον Πόρο– ιδιαίτερη οικονομική
άνθιση.
Η γλωσσική
μετατόπιση
προς τα
Ελληνικά δεν
μοιάζει να ήταν
ιδιαίτερα
εύκολη, ούτε
και
γρήγορη. Οι
τελευταίοι
μονόγλωσσοι
ομιλητές
πρέπει να
αποβίωσαν τη
δεκαετία
του
1960, με μερικές
πολύ πιο
πρόσφατες
εξαιρέσεις
σε λίγα χωριά.
Ο Κώστας
Καζάζης
σημειώνει ότι
ακόμη το 1976 στο
Σοφικό, όταν
ένας
ηλικιωμένος
μιλούσε
περισσότερο
στα Ελληνικά
στους
συνομήλικούς
του,
προκαλούσε
αρνητική
εντύπωση (Kazazis K., “Greek and Arvanitika in Korinthia”, Balkanistica III, Slavic Publishers inc. 1976, σσ. 42-51).
Τα
Αρβανίτικα
αυτών των
περιοχών και
ειδικά του
Πόρου, μαζί με
αυτά της Ύδρας,
των Σπετσών
και της
Σαλαμίνας είναι
τα πρώτα που
καταγράφονται.
Λακωνία
Σε νοητή
ενότητα με τη
μεγάλη
συμπαγή
αλβανόφωνη
περιοχή
εντοπιζόταν η
αλβανόφωνη ζώνη
που στο πρώτο
μισό του 19ου
αιώνα
περιλάμβανε
σημαντικό τμήμα
της επαρχίας
Επιδαύρου
Λιμηράς και
επεκτεινόταν
σε λίγους
οικισμούς
της επαρχίας
Λακεδαίμονος.
Η ζώνη αυτή
έχει
συρρικνωθεί
στα στενά όρια
της
προσθαλάσσιας
περιοχής του
Ζάρακα, με
κυριότερα
χωριά τον Άγιο
Δημήτριο (όπου
σήμερα δεν
ζουν
ομιλητές), τη
Ρηχιά, την
Κρεμαστή
και τον
Χάρακα, ενώ
στον
Λαμπόκαμπο η
γλώσσα
διατηρείται
σχετικά
περισσότερο.
Οι ομιλητές
της γλώσσας
είναι μόνον
ηλικιωμένοι,
σε μερικά δε
χωριά
είναι
ελάχιστοι.
Αχαΐα
Η άλλοτε
πολυπληθής
και
ημινομαδική
κτηνοτροφική
ομάδα των
Αρβανιτών του
Παναχαϊκού
«προμήθευε»
με ομιλητές,
τουλάχιστον
από τις
αρχές του 19ου
αιώνα, όλη την
πεδινή περιοχή
δυτικά των
Πατρών. Η
πιο συμπαγής
ομάδα, όπου η
αρβανιτοφωνία
είναι σχετικά
έντονη και
σήμερα,
βρίσκεται
στα χωριά του
τέως Δήμου
Δύμης. Η
διασπορά, που
εντοπίζεται
σε όλη
την περιοχή
δυτικά του
Παναχαϊκού
και φθάνει
προς νότον
μέχρι τα όρια
του νομού
Ηλείας,
χαρακτηρίζεται,
στη μεγάλη της
πλειοψηφία,
από τη ραγδαία
υποχώρηση της
γλώσσας, κάτι
που
οφείλεται
και στο ότι οι
περισσότεροι
οικισμοί
είναι
μεικτοί.
Η μεγάλη
αλβανόφωνη
κοιτίδα
περιλάμβανε
όλο το
ευρύτερο
Παναχαϊκό όρος,
έφτανε
δε
βορειοανατολικά
μέχρι τα όρια
της επαρχίας
Αιγειαλίας
και προς νότον
περιλάμβανε
τουλάχιστον
το χωριό
Γκέρμπεσι των
Καλαβρύτων
(σήμ.
Προφήτης
Ηλίας). Αν
εξαιρέσει
κανείς το
τελευταίο,
μόνο
ελάχιστοι
υπέργηροι
είναι
ομιλητές της
γλώσσας σε
όλο το
Παναχαϊκό.
Στην
επαρχία
Καλαβρύτων
εντοπίζεται
ένας ακόμη
οικισμός, η
Λυκούρια, ο
οποίος μαζί
με του Δάρα
(που ανήκει
στον νομό
Αρκαδίας)
συνιστούσαν
νησίδα
αλβανοφωνίας.
Οι
τελευταίοι
ομιλητές στη
Λυκούρια
αποβίωσαν
περίπου προ
εικοσαετίας.
Στο νομό
Αρκαδίας
μαρτυρούνται
και άλλοι
διάσπαρτοι
οικισμοί
–παραδειγματικά
αναφέρουμε
αυτούς των
Δολιανών– οι
οποίοι
έπαψαν να
μιλούν
αρβανίτικα
μέσα στον 19ο αιώνα ή και τον
20ο αιώνα.
Μεσσηνία – Ηλεία
– Γορτυνία
Η ανασύνθεση
του
γλωσσικού
παρελθόντος
στην
υπόλοιπη
δυτική
Πελοπόννησο
είναι πιο
πολύπλοκη. Η
γλώσσα σήμερα
επιζεί μόνο σε
μερικά χωριά
της επαρχίας
Τριφυλίας,
υπόλειμμα
μιας ζώνης
που
συρρικνώθηκε
σταδιακά στα
νότια και
ανατολικά
της
τμήματα. Και
εδώ υποχωρεί
ραγδαία,
παρόλο που
στο παρελθόν
οι κάτοικοί
της
συνιστούσαν
ιδιαίτερη
πληθυσμική
ομάδα με
προβλήματα
ένταξης στο
ελληνικό
κράτος
αντίστοιχα με
αυτά των
Μανιατών. Ο
Νικόλαος
Δραγούμης το
1879 τους
χαρακτηρίζει
«χειρότερους
των Ινδιάνων» (Ιστορικαί
αναμνήσεις,
Αθήνα 1879, τόμ. Β΄, σσ.
323-324). Σε
μερικούς
οικισμούς
οι
τελευταίοι
ομιλητές
αποβιώνουν
μέρα με τη μέρα.
Η περιοχή
αυτή
αποτελούσε
τη νότια απόληξη
μιας πολύ
ευρύτερης
ζώνης όπου
κυριαρχούσαν
τα
Αρβανίτικα,
και σταδιακά
συρρικνώθηκε
κατά τον 19ου
και τις αρχές
του 20ού αιώνα.
Περιλάμβανε
χωριά του τέως
δήμου Ηραίας
της
Γορτυνίας
και
επεκτεινόταν
σε τμήματα
του Φαναρίου
Ολυμπίας και
σε χωριά του
τέως
δήμου
Ωλένης και
του τέως
δήμου
Λαμπείας. Οι
τελευταίοι
“last semi speakers”
κατά το
γλωσσολόγο
Εric Hamp, αποβίωσαν
την
τελευταία
δεκαετία σε
δύο
τουλάχιστον
χωριά
της oρεινής
Ολυμπίας.
Μερικοί “terminal
speakers” (οριακοί
ομιλητές),
που
εντοπίζονταν
μέχρι πολύ
πρόσφατα σε
δύο
τουλάχιστον
οικισμούς
στα
βόρεια του
νομού Hλείας,
προέρχονται
από τη
μετανάστευση
του
Παναχαϊκού.
Της
Ασιάτιδος
Μούσης
Ερασταί…
Απόσπασμα από
το βιβλίο
του Θόδωρου
Χατζηπανταζή (εκδ. στιγμή,
Αθήνα 1986, σσ. 101-103 και
σσ. 137-138)
Πάντως, στο
στάδιο αυτό,
που η ίδρυση
ανεξάρτητου
Αλβανικού
κράτους δεν
διαγράφεται
ούτε καν σαν
μακρινή
απειλή στον
ορίζοντα, ο
ελληνικός
Τύπος
εμφανίζεται
πρόθυμος να
συμπεριλάβει
τα
αρβανίτικα
τραγούδια
και τη γλώσσα
στον κορμό της
εγχώριας
εθνικής
παράδοσης,
μια
και η
Αττική
ολόκληρη, από
τα νησιά του
Σαρωνικού
και τον
Πειραιά ώς τα
Μεσόγεια,
κυριαρχούνταν
από αλβανόφωνο
πληθυσμό.
Αρθρογράφος
της
«Ακροπόλεως»
(Ο Πειραιεύς κατά την νύκτα,
«Ακρόπολις»,
25 Αυγούστου
1891), που
αγανακτεί με
τους
«απαισίους
τόνους και
τους
ειδεχθείς
των τουρκικών
ασμάτων» σε
κάποιο καφέ
αμάν του
Πειραιά,
αγάλλεται
στο
άκουσμα
των
αρβανίτικων
τραγουδιών
του
προγράμματος:
«Παρήγορον
και
ελαφρόψυχον
εν
τούτοις
έκπληξιν
προξενεί τις
εκ των
τραγουδιστών
αυτών, ο
Σουλιώτης
Βούρκος,
όστις με το
ειδυλλιακόν
του σουραύλι,
τον
δαιμονισμένον
εκείνον
αυλόν του
Πανός, άδει
λιγυρότατον
και
ενθουσιωδέστατον
ασμάτιον κατά
το αλβανικόν
ιδίωμα,
καρδίας πικρόν
πονούσης
πόνον, του
Σουλεϊμάν μπέη
θρηνούντος
την απώλειαν
τριών τέκνων
του, και
ούτινος
αποσπώμεν
μικράν
περικοπήν χάριν
των
αλβανοφώνων
αναγνωστών
μας: Ιδού
το
θρηνώδες άσμα:
Α!
λε λε λε λε
λέει! Α! γιο
γιο γιο ογί!
Τρε μαντάτα βάνë νε νιë ντίτë
ντë Σουλεϊμάν μπε(γ)ί.
Τë Χëνëνë σα χάτë τέτë μπέη πο
νταν φουσέκιë
Α! σιόκ!
φëρτέτ πëρ μπέσë
σε κούσιë κα
λίντερ ντο
βντέσë!
Ιδού
δε και η
παράφρασίς
του,
εξαιρέσει
της πρώτης
στροφής ούσης
θρήνου το
προανάκρουσμα:
Τρεις
ειδήσεις
πήγαν σε μιαν
ημέρα στον
Σουλεϊμάν μπέη.
Την
Δευτέρα στις
οχτώ η ώρα ο
μπέης
εμοίραζε
χρήματα και
φουσέκια
Ω!
σύντροφοι!
Είναι
αλήθεια,
μα την πίστι
μου, ότι
όποιος
εγεννήθη θ’
αποθάνη.
Εννοείται ότι
αδόμενα με
τον
πράγματι
λεβέντικον
και
Σουλιώτικον
τόνον της φωνής
του
αρειμανίου
Βούρκου, σε
επαναφέρουν
εις χρόνους
άλλους,
ποιητικωτέρους
και
παλληκαρίσιους».
Αρβανίτικοι
στίχοι
δημοσιεύονται
συχνά
στις
ελληνικές
εφημερίδες
της εποχής,
συνήθως με
την
καθησυχαστική
διαβεβαίωση
ότι
πρόκειται για
διάλεκτο
που
κατάγεται
κατευθείαν
από τα ομηρικά
έπη
(π.χ. «Νέα
Εφημερίς», 12
Ιουνίου 1889).
Μόλις όμως
δημιουργείται,
στη διάρκεια
των
Βαλκανικών
Πολέμων, το
Αλβανικό
κράτος, η
νοοτροπία
αλλάζει
ριζικά. Ένα
από τα
γνωστότερα
και
δημοφιλέστερα
επιθεωρησιακά
νούμερα της
Μαρίκας
Κοτοπούλη
στα Πολεμικά
Παναθήναια
του 1913 ήταν
εκείνο
που σατίριζε
τα αρβανίτικα
τραγούδια
(«Ίκινι μίκινι
βίμινι καπράπα»,
σ.σ.:
προφανώς
εννοεί Ίκëνι μίκëνι βëμëνι
νγκα
πράπα
που σημαίνει Φύγετε
φίλοι
μπείτε από πίσω).
*************************************
Θεωρητικά
προλεγόμενα
του Δημήτρη
Ε. Λέκκα
(από
ανέκδοτη έρευνα)
Mαθηματικού,
συνθέτη, ερευνητή
I.
Τα
αρβανίτικα τραγούδια εμφανίζουν μιαν αξιοσημείωτη ιδιομορφία σε σχέση με τον
όγκο των τραγουδιών με κείμενο στην Ελληνική γλώσσα. Συγκροτούν ένα ρεπερτόριο
που έμεινε ουσιαστικά στο πλαίσιο στενών παραδοσιακών κοινοτήτων, κι έτσι δεν
εισήλθε στην πιεστική διαδικασία όσων μεταλλάξεων επιφέρουν οι επανειλημμένες
εκτελέσεις σε πανηγύρια από επαγγελματίες μουσικούς, με όργανα πιο
εκσυγχρονισμένα όπως το κλαρίνο και με την παρεισαγωγή επιδράσεων από άλλα
ακούσματα.
Αντίθετα λοιπόν από άλλα παραδοσιακά ρεπερτόρια, ο
όγκος των αρβανίτικων τραγουδιών διακρίνεται από τοπικότητα, εκτελέσεις αμιγώς
φωνητικές ή συνοδευόμενες από πίπιζες ή φλογέρες και από λαούτα που δεν
ακολουθούν νεότερα ήθη παίζοντας συγχορδιακά. Έτσι διασώθηκαν παλαιότερες
αμετάλλακτες νόρμες. Εξαίρεση αποτελούν τα λιγοστά τραγούδια που έσπασαν το
φράγμα του τόπου τους, έγιναν δημοφιλή, τραγουδήθηκαν και παίχτηκαν σε
πανηγύρια από επαγγελματίες τραγουδιστές και κλαρινίστες είτε αποδόθηκαν από
μέλη συλλόγων με την εποπτεία μαέστρων ή επιμελητών με γνώσεις και ακούσματα
Δυτικής κυρίως και αστικολαϊκής μουσικής.
ΙI.
Οι
παραδοσιακές μουσικές του ελλαδικού χώρου έχουν βαθιές ρίζες σε δύο αρχέγονα
συστήματα φθογγοθεσίας, ηλικίας πολλών χιλιετιών, τα οποία μέσα στο χρόνο έχουν
υποστεί επεξεργασίες, διαφοροποιήσεις και εξελίξεις. Ενδιαφέρον είναι ότι στο
χώρο συνυπάρχουν οι αρχέγονες με τις μεταγενέστερες διαμορφώσεις, άλλες φορές
παράλληλα και άλλες φορές ταυτόχρονα. Το σχήμα της γενεαλογίας των
φθογγοθεσιακών δομημάτων (κλιμάκων / τρόπων), στη λαϊκή παραδοσιακή μουσική
πάντοτε, είναι:
Α.
πεντατονικά ανημίτονα
┌πυθαγόρεια
Β.
επτάτονα αυλητικά→ επτάτονα σπονδειακά→ επτάτονα σύντονα
└φυσικά
Κάθε ένα απ’ αυτά τα δομήματα προέρχεται από κάποια πρωτογενή πρακτική ή
σκεπτικό, που επιτρέπει τη διαμόρφωση ενός συνόλου διαστημάτων και φθόγγων. Οι
θέσεις αυτών των φθόγγων είναι:
- κατ’ αρχήν πρότυπες,
επιτρέποντας έτσι την ανάπτυξη συγκεκριμένων τροπικών δομημάτων και
συστημάτων, δηλαδή κλιμάκων και υποκλιμάκων και συσχετισμών μεταξύ
τους,
- σ’ ένα βαθμό εύκαμπτες και
ρευστές στην πράξη, μολονότι θεωρητικά καθορισμένες με ακρίβεια,
γεγονός που μπορεί με τον καιρό να οδηγήσει σε διαφοροποιήσεις έως και
δραστικές που αργότερα να περάσουν και στη θεωρία.
Αποτέλεσμα αυτών των δύο προδιαγραφών είναι ότι πολλές
φορές τα μερικά δομήματα μπορεί να αντικαθίστανται από άλλα χωρίς τυπικά το
συστημικό πλαίσιο των συσχετισμών τους να αποκολλάται από το αρχικό πλαίσιο.
Επειδή όμως το βασικό σπονδειακό φθογγολόγιο διαφέρει χαρακτηριστικά από το
συνηθισμένο σολφαϊκό, προηγείται μια οπτική παράστασή του μαζί με τις
θεωρητικές ονομασίες των φθόγγων του στο επεκτεταμένο φυσικό σύστημα, εν όψει
της καταγραφής των τραγουδιών στο πεντάγραμμο, καθώς και με τις αντιστοιχίες
στο βασικό βυζαντινό φθογγολόγιο, που είναι, αντίθετα με την ευρωπαϊκή μουσική,
σπονδειακό, με μερικά απαραίτητα προτεινόμενα νέα σήματα αλλοιώσεων υφέσεων,
ελεύθερα εμπνευσμένα από το σύνολο της αραβικής βιβλιογραφίας αλλά και τα
βυζαντινά θεωρητικά κείμενα, ιδιαίτερα τα βιβλία του Σίμωνος Καρά. Απ’ αυτά, τα
σημαντικότερα είναι τα 2 διαφορετικά σημεία «εναρμόνιας ύφεσης»:
- ζωʕ (ζω «ύφεση»), μία οξεία παρυστερούσα δίεση
(60 cents, 3,65 μόρια) κάτω από
το ζω,
- κεԀ (κε «ύφεση»), μία υστερούσα δίεση (53 cents, 3,18 μόρια) κάτω από το κε.
do re miẘ+ fa sol laẘ la+ si♭- siẘ+ do
νη πα βου γα δι κεԀ κε ζωʕ ζω νη
Λόγω της διάρθρωσης του σπονδειακού φθογγολογίου, στις μουσικές καταγραφές των κομματιών θα χρησιμοποιηθεί εκτενώς η αλλοίωση ẘ, ένα συγκεκριμένο θεωρητικό είδος ημιύφεσης («εναρμόνιας» ύφεσης κατά περίπου ¼ του τόνου[1]), που σημαίνει αδρά κάτι ανάμεσα σε έναν επώνυμο φθόγγο και την ύφεσή του (οπότε η αλλοίωση ♯ẘ αντίστοιχα σημαίνει κάτι ανάμεσα στο φθόγγο και τη δίεσή του)[2], ενώ στις παρτιτούρες θα παραβλεφθούν σε ελάχιστες περιπτώσεις οι αλλοιώσεις κατά ένα κόμμα σε σχέση με τους αντίστοιχους φυσικούς: + (όξυνση, ψηλότερα), - (βάρυνση, χαμηλότερα).
III.
Ως
αμετάλλακτο ρεπερτόριο λοιπόν, η μεγάλη πλειονότητα των επιτόπια ηχογραφημένων
αρβανίτικων τραγουδιών, όπως μαρτυρείται και από την παρούσα έκδοση, τονίζεται
σε κλίμακες ανημίτονες πεντατονικές και αυλητικές ή σπονδειακές. Το γεγονός
αυτό μάς υποχρεώνει να προσαρμόσουμε τις απλές ορολογίες που αντλούν την
καταγωγή από τη δυτικοευρωπαϊκή συντονική οπτική (τρόποι του do, re, mi κτλ.)
προσθέτοντας προσδιοριστικά επίθετα όπως θα δούμε λίγο παρακάτω.
Επειδή εδώ αναφερόμαστε στα τροπικά συστήματα, θα
παραμείνουμε στις πρότυπες θέσεις των φθόγγων κατά τη συνέχεια αυτού του
κειμένου, σημειώνοντας κατά περίπτωσιν με βέλη τις κατ’ αρχήν τάσεις για
κάμψη ή «έλξεις» προς τα επάνω και προς τα κάτω. Στη συνέχεια του κειμένου
οι φθόγγοι θα δίνονται στο φυσικό σύστημα σολ-φα μαζί, στην αρχή, με τις
αντιστοιχίες τους σε κάποιο κατάλληλο μετατονισμό του αρχαίου «οργανικού»
συστήματος (κρουματογραφίας κατά τον Pöhlmann) και στο
λεγόμενο βυζαντινό σύστημα, ενώ τα μεγέθη των τροπικών βημάτων θα παρατίθενται
σε συγκεκραμένα cents(1200στά της οκτάβας ή
«100στά του ημιτονίου») και κατά την περίπτωση σε πατριαρχικά μόρια (72α της
οκτάβας).
ΙV.
Κάθε ένα
από τα ανημίτονα πεντάτονα καλύπτει την οκτάβα με 3 τόνους και 2
τονολείμματα (ή πυθαγόρεια τριημίτονα), τα οποία ποτέ δεν είναι
διαδοχικά. Η βασική διαμόρφωση που κυριαρχεί στο βαλκανικό χώρο είναι ένα κοινό
φθογγολόγιο που καλύπτει διάστημα ένατης:
do re fa sol la+ do re
204 294 204 204 294 204
ε H E Ⱶ Γ F C
12.24 17.65 12.24 12.24 17.65 12.24
Στο βαλκανικό χώρο επιχωριάζουν κυρίως τα 2 από τα 5
υπαρκτά ανημίτονα πεντάτονα: του do (με αυξημένο
τροπικό ρόλο της επιτονικής re) και του re (με αυξημένο ρόλο του υποτονικού / προσλαμβανόμενου do), που τείνουν να ονομάζονται, αντίστοιχα, «μείζον»
και «έλασσον»:
DO, RE, fa(+), sol, la+, do («μείζον») ή NΗ, ΠA, γα(+), δι,
κε, νη
(do) RE, fa(+), sol, la+, do, re («έλασσον») ή (νη)
ΠΑ, γα(+), δι, κε, νη, πα
Το
πρώτο παίρνει το «μείζονα» χαρακτήρα του όχι από την τρίτη, που λείπει, αλλά
από την έκτη la+ / κε. Εκτός απ’ αυτά όμως
πρέπει να σημειωθούν μερικές ακόμα κοινές περιπτώσεις:
- το «υπερλυδιάζον» ανημίτονο με τονική fa / γα και το κάτω do / νη ως δεσπόζουσα, συχνά καταληκτική:
do, re, FA, sol, la+, do ή νη, πα, ΓΑ, δι, κε, νη
- το «διτονικό μείζον
ανημίτονο», ανάταξη του προηγούμενου με βάση την τονική του, εδώ
μετατονισμένο στην κοινή βάση do /
νη:
DO, re, mi+, sol, la+, do ή NH, πα, βουΗ, δι, κε, νη
- μια μεικτή διασταύρωση των δύο
μειζόνων που δεν είναι ανημίτονη:
DO, mi+, fa, sol, la+, do ή NH, βουΗ, γα, δι, κε, νη
- άλλες μη ανημίτονες
διασταυρώσεις με διατονικές κλίμακες, βλ. π.χ. σημ. αρ. 25 [«Βάμ(ë) ε
κιάβμë βάιζëνë»] και 88 [«Τσσë μë βëζντόν»].
V.
Η αφετηρία των επτάτονων δομημάτων είναι ο βασικός
αυλητικός πυρήνας, υπαρκτός συνεχώς από την παλαιολιθική εποχή μέχρι σήμερα[3]. Φορέας του είναι ο
απλός βασικός «αρχαϊκός φρυγικός» αυλός του ενός χεριού από re / πα με τρήσεις που ισαπέχουν και
έχουν ίσες διαμέτρους, καλύπτοντας το διάστημα έως το la+ / κε με το δόμημα που ο
Πτολεμαίος αποκαλεί ομαλό διάτονο γένος. Στο κάτω άκρο τους προστίθενται διαδοχικά
μία πρώτη προέκταση σε διάστημα προσλαμβανόμενου τόνου («λυδικός» αυλός από do / νη) και μία δεύτερη ενός ακόμα
πρόσθετου τόνου έως si♭- / ζωʕ, οπότε προκύπτει ο «σύντονος λυδικός»
αυλός:
si♭- // do // re miẘ+ fa+ sol (la+)
204 204 151 165 182 (204)
ζωʕ // νη // πα βου γα+ δι (κε)
12.24 12.24 9.06 9.88 10.94 (12.24)
Πρώτη σημαντική παραλλακτική εξέλιξη είναι εκείνη
που αποσκοπεί στο να δημιουργηθεί διάστημα τέλειας τέταρτης από τον
προσλαμβανόμενο do / νη. Ο φθόγγος fa+ / γα+ κατεβαίνει κατά ένα κόμμα και
γίνεται fa / γα, και δημιουργείται ο βασικός πυρήνας των σπονδειακών
κλιμάκων, που λέγονται έτσι επειδή καλύπτουν την οκτάβα με 3 τόνους και
4 «σπονδεία», βήματα δηλαδή της τάξης μεγέθους των ¾ του τόνου:
si♭- // do // re miẘ+ fa sol (la+)
204 204 151 143 204 (204)
ζωʕ // νη // πα βου γα δι (κε)
12.24 12.24 9.06 8.59 12.24 (12.24)
Επειδή πολλά τραγούδια της συλλογής ρέπουν προς
αυλητικές μάλλον αποδόσεις, θα υιοθετήσουμε, όπου χρειάζεται, το συμβολισμό [fa(+)].
Ακόμα μεταγενέστερες εξελίξεις θα οδηγήσουν στις σύντονες
κλίμακες, που καλύπτουν την οκτάβα με 5 βήματα της τάξης μεγέθους του
τόνου και 2 του ½ τόνου. Οι πρώτες απ’ αυτές είναι:
- οι πυθαγόρειες κλίμακες με 5
(επόγδοους) τόνους (204 cents, 12,24 μόρια) και 2
(διεσιαία) λείμματα (90 cents, 5,41 μόρια),
- οι φυσικές κλίμακες με 3
(επόγδοους) τόνους, 2 βαρείς (ή επένατους) τόνους (182 cents,
10,94 μόρια) και 2 (φυσικά) ημίτονα (112 cents, 6,71 μόρια).
VΙ.
Το πρώτο ζεύγος επτάτονων διάτονων τρόπων[4],
οι αυλητικοί και σπονδειακοί, θα ονομάζονται από τις τροπικές βάσεις
τους στο κινητό σύστημα του πα (τρόπος του πα, βου, γα κτλ.), ανεξάρτητα τόσο
από το αρμονικό κέντρο (που αναφέρεται ξεχωριστά) όσο και από τη συγκεκριμένη
σταθερή νότα στην οποία κάθε φορά τονίζονται. Οι ονομασίες θα συνοδεύονται από
ένα επίθετο. Τα τρία είδη των σπονδειακών τρόπων χρησιμοποιούν τρία διαφορετικά
υποσύνολα του σπονδειακού φθογγολογίου.
- Οι 7 μαλακοί (διάτονοι) (ή χωρίς καθόλου επιθετικό προσδιορισμό) έχουν
τo πρότυπο φθογγολόγιo αναφοράς[5]
204 151 143 204 204 151 143
νη πα βου γα δι κε ζω νη
12.24 9.06 8.59 12.24 12.24 9.06 8.59
και ξεκινούν από κάθε έναν από τους παραπάνω φθόγγους:
του do, του re, του miẘ+,
του fa(+), του sol, του la+,
του siẘ+.
- Οι 7 σκληροί (διάτονοι) εδράζονται στο φθογγολόγιο
do re mi+ fa sol la+ si♭- do
204 204 90 204 204 90 204
νη πα βουH γα δι κε ζωʕ νη
12.24 12.24 5.41 12.24 12.24 5.41 12.24
και ξεκινούν από κάθε έναν από τους φθόγγους τoυ:
του do, του re, του mi+,
του fa(+), του sol, του la+,
του si♭-.
- Οι 7 μαλακοί χρωματικοί έχουν τo πρότυπο φθογγολόγιo
do reẘ miẘ+ fa sol laẘ siẘ+ do
151 204 143 204 151 204 143
νη παԀ βου γα δι κεԀ ζω νη
9.06 12.24 8.59 12.24 9.06 12.24 8.59
και ξεκινούν κι αυτοί από κάθε έναν από τους παραπάνω
φθόγγους:
του do, (του reẘ),
του miẘ+, του fa(+), του sol, (του laẘ),
του siẘ+.
Οι σκληροί
χρωματικοί τρόποι και τα άλλα ειδικότερα δομήματα θα αντιμετωπίζονται
κατά την περίσταση, όπως θα δούμε παρακάτω.
VΙΙ.
Βασικό είναι το γεγονός ότι οι τροπικές διαπλοκές των δομημάτων ορίζονται από τη συμπεριφορά της μελωδίας και μόνο (ενάρξεις, καταλήξεις κτλ.), άσχετα με το πώς την εναρμονίζουμε ή πώς τής ισοκρατούμε ή πώς την καταγράφουμε καν. Έτσι εμφανίζεται συχνά διάσταση μεταξύ τροπικών και αρμονικών τονικών κέντρων. Ας πάρουμε για παράδειγμα το βασικό σκληρό τετράχορδο / πεντάχορδο από fa / γα: [fa, sol, la+, si♭- // do] / [γα, δι, κε, ζωʕ // νη].
Συμβολίζοντας το
τροπικό κέντρο με κεφαλαία έχουμε τέσσερις χωριστές περιπτώσεις:
- [FA, sol, la+, si♭-, do] / [ΓΑ, δι, κε, ζωʕ, νη]: διαζευγματικό σκληρό
πεντάχορδο του fa / γα, που στην αρχαία μουσική
αντιστοιχεί με το πυθαγόρειο / διτονικό λύδιο πεντάχορδο του
ίδιου φθόγγου και στη Δυτική μουσική με τo κάτω πεντάχορδο της πυθαγόρειας
μείζονος κλίμακας του fa (τρόπου
του do μετατονισμένου από fa), στη βυζαντινή με τον γ΄ ήχο σε
τετραφωνία και στην αραβοπερσική με το πεντάχορδο τσαχαργκά,
- [fa, sol, la+, si♭-, DO] / [γα, δι, κε, ζωʕ, NH]: σκληρό πεντάχορδο που
στην αρχαία μουσική αντιστοιχεί διαστηματικά με πυθαγόρειο / διτονικό υποϊάστιο
πεντάχορδο του fa / γα και
στη Δυτική μουσική με το άνω πεντάχορδο του πυθαγόρειου τρόπου του sol μετατονισμένου από do και στην αραβοπερσική με το πεντάχορδο μαχούρ,
- [fa, sol, la+, SI♭- (do)] / [γα, δι, κε, ΖΩʕ (νη)]: συναπτικό σκληρό
τετράχορδο του fa / γα,
που στην αρχαία μουσική αντιστοιχεί με το πυθαγόρειο / διτονικό λύδιο
τετράχορδο του ίδιου φθόγγου και στη Δυτική μουσική ουσιαστικά με το
άνω τετράχορδο της πυθαγόρειας μείζονος κλίμακας του si♭- (τρόπου του do μετατονισμένου από si♭-), στη βυζαντινή με τον γ΄ ήχο σε
τριφωνία και στην αραβοπερσική με το τετράχορδο τσαχαργκά,
- [fa, SOL, la+, si♭-, do] / [γα, ΔI, κε, ζωʕ, νη]: σκληρό τετράχορδο του sol / δι με προσλαμβανόμενο, που στην αρχαία μουσική
αντιστοιχεί με το πυθαγόρειο / διτονικό φρύγιο τετράχορδο
του φθόγγου αυτού με προσλαμβανόμενο και στη Δυτική μουσική με τo
κάτω τετράχορδο του πυθαγόρειου τρόπου του re με υποτονική, μετατονισμένου από sol και στην αραβοπερσική με το μπουσαλίκ,
αν αγνοήσουμε την απουσία προσαγωγέα).
Κοινές είναι οι περιπτώσεις εκμετάλλευσης αυτής της αμφισημίας, όταν π.χ.
χρησιμοποιούνται σχεδόν ισότιμα δύο από τις παραπάνω εκδοχές. Έτσι συχνά
βλέπουμε διαμορφώσεις όπως την [FA, SOL, la+, si♭-, do (re)] / [ΓΑ, ΔΙ, κε, ζωʕ, νη (πα)], που τείνει να
αποκαλείται «(πυθαγόρειος) τρόπος των do και re (ή των re και do) μετατονισμένος μια τέταρτη επάνω».
VIΙΙ.
Οι
βασικοί φθόγγοι μπορεί να χρησιμεύουν ως αρμονικά κέντρα. Μπορεί όμως το αρμονικό
κέντρο να τοποθετηθεί και αλλού ή και έξω από το δόμημα, ιδιαίτερα
αν στις βάσεις βρίσκεται κάποιος από τους τρεις ακραιφνώς σπονδειακούς φθόγγους siẘ+ / ζω, miẘ+ / βου or laẘ / κεԀ. Για
παράδειγμα, το τετράχορδο / ατελές πεντάχορδο [siẘ+, do, re, miẘ+
(fa)]) / [ζω, νη, πα, βου (γα)], του βαρέος ήχου
κατά τη βυζαντινή μουσική, εναρμονισμένο στη βάση του θυμίζει κάτι ανάμεσα σε
«ελάσσονα τρόπο με ελαττωμένη πέμπτη» και σε τρόπο του si. Μπορεί όμως επίσης να εναρμονιστεί:
- μία τρίτη επάνω στο re («στη διφωνία» πα), οπότε για μεν τη βυζαντινή
έχουμε τον λεγόμενο πρωτόβαρυ, για δε το Δυτικίζον αυτί γίνεται
κάτι σαν «διαπλοκή δύο ελασσόνων τονικοτήτων» (re minore ↔ si
minore).
- μία τρίτη κάτω στο sol («στη μεσότητα» δι), οπότε μάλλον θα
καταγραφόταν ως «τρόπος του sol» ή και
απλώς ως sol μείζων, επειδή δεν φθάνει
έως την έβδομη βαθμίδα ώστε να διαπιστώσουμε «αν θα είχε fa ή fa♯», ενώ
δεν θα σημειωνόταν ότι στην προκείμενη περίπτωση η «μείζων» έχει μελωδία
που καταλήγει στην τρίτη (βλ. όμως και παρακάτω).
Στην εκτέλεσή τους, τα αυλητικά και σπονδειακά δομήματα υφίστανται διάφορες
μικρές αλλοιώσεις οι οποίες ενδέχεται να ξεκινούν ως ψυχακουστικές διορθώσεις
του ακούσματος από τον εγκέφαλο, με το χρόνο όμως εισάγονται και στο παίξιμο
και μετά στο σύστημα ως εγγενή στοιχεία τροπικότητας. Σε τέτοιες μεταλλάξεις
οφείλεται άλλωστε και η γενεαλογία που αναφέραμε παραπάνω, με πρώτο σταθμό την
παραγωγή των σπονδειακών κλιμάκων από τις αυλητικές.
Στο βασικό σπονδειακό σύστημα σταθερότητα εμφανίζουν οι
πυθαγόρειοι φθόγγοι si♭-, do, re, fa, sol, la+ / ζωʕ, νη, πα, γα, δι, κε, ενώ ευεπίφοροι σε
μικρομετακινήσεις είναι οι τρεις ακραιφνώς σπονδειακοί φθόγγοι. Αυτοί κυρίως υπόκεινται
σε μετατοπιστικές τάσεις, η φορά των οποίων εξαρτάται κάθε φορά από το
μελωδικό και αρμονικό περιβάλλον ή συμφραζόμενο. Γενικά μπορούμε να τις
συνοψίσουμε ως εξής:
- το siẘ+ / ζω ρέπει πρωτευόντως προς το si+ / ζωΗ και δευτερευόντως προς το si♭- / ζωʕ,
- το miẘ+ / βου ρέπει ισότιμα προς το mi+ / βουΗ και προς το mi♭- / βουʕ αλλά σε πλήθος περιπτώσεων εμφανίζει
και ισχυρές τάσεις να μείνει στη θέση του («mi παράμεσο»),
- το laẘ / κεԀ ρέπει πρωτευόντως προς το la♭- / κεʢ (ή κεԀʕ) και δευτερευόντως προς το la+ / κε.
ΙΧ.
Έτσι
δημιουργείται μια ολόκληρη σειρά από παράγωγες κινητικότητες και
εναλλακτικότητες φθόγγων, από τις οποίες μπορεί κανείς να συναγάγει την
αρχική μορφή των μελωδιών, ακόμα κι όταν αυτές έχουν εκσυντονιστεί πλήρως.
Τέτοιες μικροαλλοιώσεις, εξ άλλου, είναι ικανές και αναγκαίες για να παραχθούν
τα μαλακά χρωματικά δομήματα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η αφετηρία από την οποία
προέρχεται το μαλακό χρωματικό τετράχορδο / πεντάχορδο του βυζαντινού τρίφωνου
/ τετράφωνου β΄ ήχου (χιτζάζ / ουζζάλ) από sol / δι, που είναι η πρωταρχική («αρχαία») βάση του:
sol laẘ↓ siẘ+(↑) do re
<151 >204 (<)143 204
δι
κεԀ↓ ζω(↑) νη πα
<9.06 >12.24 (<)8.59 12.24
Εδώ επενεργούν οι πρωτεύουσες ροπές του laẘ / κεԀ προς την
πλευρά του la♭- / κεʢ και ενδεχομένως
του siẘ+ /
ζω προς την κατεύθυνση του si+ / ζωΗ, με αποτέλεσμα τη στένωση των
δύο σπονδείων στα άκρα του τετραχόρδου και τη διεύρυνση του τόνου στη μέση.
Κανονικά δεν καλύπτεται όλη η απόσταση προς τα εδώ και προς τα εκεί, εκτός εάν
αναγκαστεί να καλυφθεί σε δυτικίζουσες εκτελέσεις, οπότε η ιστορία συνεχίζει να
μαρτυρείται από τις εναλλακτικότητες. Δευτερογενώς, δυναμικό για την υπό προϋποθέσεις
ανάπτυξη μαλακής χρωματικής τάσης εμφανίζουν και τα διατονικά χωρία που
εδράζονται σε ακραιφνώς σπονδειακούς φθόγγους:
▪ siẘ+ do
re
miẘ+
143 204 151
ζω νη πα βου (βαρύς)
12.24 9.06 8.59
▪ miẘ+ fa sol laẘ siẘ+
143 204 151 204
βου γα δι κεԀ ζω (λέγετος)
8.59 12.24 9.06 12.24
▪ miẘ+ fa sol la+ siẘ+
143 204 204 151
βου γα δι κε ζω (δ΄ ήχος)
8.59 12.24 12.24 9.06
Χ.
Εντελώς διαφορετική
είναι η γενεαλογία των σκληρών χρωματικών τρόπων, όπου έχουμε βηματική
αντικανονικότητα: δύο φθόγγους από την ίδια βαθμίδα και κανέναν από μιαν
άλλη. Αναγνωριστικό σημείο των σκληρών χρωματικών δομημάτων, ακόμα και υπό
αντίξοες συνθήκες, είναι η απουσία εναλλακτικοτήτων. Ως παράδειγμα σημειώνουμε
τις σπονδειακές αφετηρίες των σκληρών εκδοχών πενταχόρδων με «τετράχορδα
αλλοιωμένα»: «αυξημένο» του re / πα («βαλκανικό μινόρε»), αντίστοιχα,
και «ελαττωμένο» (κάτι σαν «σκληρό ντουγκά») του sol / δι:
151 143(+) 355(-) 53
πα βου γα(+) κεԀ κε
9.06 8.59(+) 21.29(-) 3.18
▪ sol la+ si♭- siẘ+ re
204 90 60 347
δι κε ζωʕ ζω πα
12.24 5.41 3.65 20.82
Ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο αυτού του δεύτερου δομήματος είναι ότι μία
εναλλακτική θεώρησή του, με τροπικό κέντρο το la+ / κε (τετράχορδο από la+ / κε to re / πα)
το καθιστά άμεσο επιβίωμα των αρχαίου τύπου χρωματικών γενών με
προσλαμβανόμενο, που γενικώς υποτίθεται ότι έχουν εκλείψει.
Σε μεταγενέστερο στάδιο, το βασικό σπονδειακό φθογγολόγιο
έχει επεκταθεί με μερικούς ακόμα φθόγγους: reẘ / παԀ, fa♯ẘ+ / γαʖ, solẘ /
διԀ. Κάποιοι απ’
αυτούς είναι απαραίτητοι για να παραχθούν ορισμένα χρωματικά δομήματα, όπως:
- το σκληρό χρωματικό
τετράχορδο του τρίφωνου πλάγιου του β΄ νενανώ του la+ / κε:
la+ si♭- reẘ re (miẘ+(↑))
90 355 53 (>151)
κε ζωʕ παԀ πα (βου(↑))
5.41 21.29 3.18 (>9.06)
- κάτι αντίστοιχο του re / πα με τάσεις διαστηματικής εξομοίωσης προς το
αμέσως προηγούμενο:
<151 >294 53 204 or >151
πα βου↓ διԀ δι κε or κεԀ↑
<9.06 >17.65 3.18 12.24 or >9.06
- το μαλακό ελαττωμένο
τετράχορδο (ντουγκά) του re / πα, με τρία συνεχόμενα σπονδεία:
re miẘ+ fa(+) solẘ (la+)
151 143(+) 151(-) (257)
πα βου γα(+) διԀ (κε)
9.06 8.59(+) 9.06(-) (15.41)
XΙ.
Το δεύτερο ζεύγος επτάτονων διάτονων τρόπων,
οι σύντονοι στις δύο εκδοχές τους, πυθαγόρειοι και φυσικοί, θα
ονομάζονται με το γνωστό τρόπο, από τις τροπικές βάσεις τους στο κινητό σύστημα
του do (τρόπος του do, του re, του mi, του fa, του sol, του la, του si) χωρίς να σημειώνονται
οξυβαρύνσεις (+ και -) και χωρίς επομένως να γίνεται αντιδιαστολή μεταξύ των
μεν και των δε. Οι χρωματικοί τρόποι δεν διακρίνονται σε μαλακούς και σκληρούς
παρά μόνον έμμεσα: θα αντιμετωπίζονται κι εδώ κατά την περίπτωση.
Τα
σολφαϊκά δομήματα που προέρχονται από μαλακά σπονδειογενή χρώματα τείνουν
περισσότερο να εκφέρονται με φυσικές φθογγοθεσίες αντί για πυθαγόρειες,
διότι οι πρώτες είναι πλησιέστερες στη σπονδειακή αφετηρία από ό,τι οι
δεύτερες.[6] Πιο ενδεικτική απ’ όλες είναι η περίπτωση των δομών που
εκφράζονται μέσα από τα αμφημίτονα τετράχορδα («φυσικά χιτζάζ»),
π.χ. εκείνης από re [re, mi♭, fa♯, sol])
ή εκείνης από sol ([sol, la♭, si, do]),
με τις φυσικές εκφορές των la♭ και mi♭ «ελάχιστα ψηλά»
σε σχέση με τις συγκεκραμένες «του πιάνου», ενώ αντίθετα των si
και fa♯
«ελάχιστα χαμηλά». Έτσι υλοποιούνται π.χ. οι τάσεις του μαλακού χρωματικού
τετραχόρδου / πενταχόρδου στο ΙΧ παραπάνω ως εξής:
112 275 112 204
δι κεʢ+ ζωΗ- νη πα
6.71 16.47 6.71 12.24
XΙΙ.
Και μια σημείωση για τους ρυθμούς. Τα μετρικά
σχήματα αναφέρονται παγίως με τις ονομασίες των προσωδιακών ρυθμών, όπως αυτοί
μας παραδίδονται από την αρχαία ποίηση. Το επίθετο ρητός σημαίνει
διάρκεια του μακρού όσο 2 βραχέα και το επίθετο ημιόλιος όσο 1½.
Η ίδια ορολογία χρησιμοποιείται καταχρηστικά στη νεότερη
συλλαβοτονική στιχουργία με άλλη σημασία: συσχετίζοντας τονούμενες και άτονες
συλλαβές αντί για μακρές και βραχείες. Για να αποφύγουμε τη σύγχυση, οι
συλλαβοτονικές ορολογίες μπαίνουν σε εισαγωγικά. Έτσι, π.χ., ίαμβος σημαίνει
βραχύ-μακρό, ενώ «ίαμβος» σημαίνει άτονο-τονούμενο.
[1] Για την ακρίβεια πρόκειται για
την υστερούσα δίεση.
[2] Οι φθόγγοι reẘ, miẘ+, solẘ, laẘ, siẘ+ λέγονται re παρυστερούν, mi παρυστερούν κ.ο.κ. Ο φθόγγος fa#ẘ+ λέγεται fa παραπλεονάζον.
[3] Π.χ. έχει βρεθεί στο σπήλαιο
της Dordogne στη Γαλλία,
με χρονολόγηση κάπου μεταξύ 6.000 και 36.000 π.Χ., στην κεντρική Κίνα του 7000
π.Χ. αλλά και στον αυλό του Δισπηλιού Καστοριάς, ενώ σήμερα τη συναντάμε στα
λαϊκά φλάουτα της κεντρικής Αφρικής αλλά και στις ελλαδικές πίπιζες και
φλογέρες και στις αιγαιοπελαγίτικες τσαμπούνες.
[4] Μεταχειριζόμαστε τον όρο
«τρόπος» επειδή τα δομήματα του ελλαδικού παραδοσιακού ρεπερτορίου τείνουν να
καλύπτουν μιαν ολόκληρη οκτάβα με ισχυρή τονική αίσθηση αντί να διαπλέκουν
ημιανεξάρτητα τετράχορδα και πεντάχορδα. Μπορεί να θεωρηθεί ότι το φαινόμενο
σχετίζεται με την παρουσία των πεντατόνων.
[5] Αν παραβλέψουμε τις πρόσθετες οξύνσεις και βαρύνσεις (+ και -), ανάγοντας τις διαφορές ανάμεσα στο αυλητικό και το σπονδειακό σύστημα σε «εναλλακτικές εκφορές», το φθογγολόγιο με κεԀ και ζωʕ / laẘ και si♭-, είναι μετατονισμός του μαλακού διατόνου και εμπίπτει σ’ αυτό.
[6] Αυτή ουσιαστικά είναι και η κανονιστική ιδέα την οποία υποβάλλει και επιβάλλει το τελευταίο επίσημο οθωμανικό σύστημα-πλαίσιο του Ραούφ Γεκτά Μπέη.*************************************
Η
επιστημονική
και
κοινωνική αξία
της
αρβανίτικης
γλώσσας
(Απόσπασμα από
ομιλία στο
συνέδριο που
οργάνωσε ο
Δήμος
Λιβαδειάς
στις 6-7
Νοεμβρίου 1998
με
θέμα: Αρβανίτικα
και
Ελληνικά:
Ζητήματα
πολυγλωσσικών
και
πολυπολιτισμικών
κοινοτήτων)
του Eric
Pratt Hamp
Καθηγητή
Γλωσσολογίας
στο
Πανεπιστήμιο
του Σικάγου
…Η
αρβανίτικη
γλώσσα
καταθέτει
μοναδική
συνεισφορά,
με ιδιαίτερο
πλούτο σε
πολλές σημαντικές
κατευθύνσεις,
και η Ελλάδα
είναι
ιδιαζόντως
τυχερή που
έχει αυτή την
πλούσια
πηγή στο
έδαφός της και
ανάμεσα
στους
πολίτες της.
Η
αρβανίτικη
γλώσσα
συμβαίνει να
διατηρεί
ιστορικά, με
μεγαλύτερη
ακρίβεια από
κάθε
άλλη μορφή της
αλβανικής
γλώσσας,
τους
ακριβείς
ήχους όλων
των
συλλαβών
που
υπήρχαν
στις λέξεις
της
Αλβανικής 1500
χρόνια πριν.
Αυτό
αποτελεί
ένα μόνο
παράδειγμα
του τρόπου με
τον οποίο τα
Αρβανίτικα
είναι
μοναδικής
και
ασύγκριτης
σημασίας για
την ιστορία
της
συνολικής
αλβανικής
γλώσσας, έτσι
ώστε να
κατανοήσουμε
τη μεγάλη
Ινδο-Ευρωπαϊκή
οικογένεια
στην οποία
ανήκουν
επίσης τα
Ελληνικά και
τα δικά μου
Αγγλικά, και
τελικά
ορισμένες
πλευρές του
ανθρώπινου
πολιτισμού
στο σύνολο
της
Ευρασίας.
Η
παλαιότητα
του
αλβανικού
ρηματικού
συστήματος
(Απόσπασμα από την ανέκδοτη
γλωσσολογική μελέτη WR)
του Μιρόσλαβ Ντ. Ζαμπουότσκι
Φιλόλογου
Το
αλβανικό
ρηματικό
κλιτικό
σύστημα είναι
εξόχως
σημαντικό για
την παλαιότητά
του, για το
μείγμα αρχαϊκών
και
«πελασγικών»
χαρακτηριστικών
που
ενδεχομένως
φέρει, για τον
πλούτο του,
για τη
διαπλοκή των
σχέσεών του
με άλλα,
ιδιαίτερα το
ελληνικό, και,
τέλος, γιατί
αποτελεί
κλειδί
προς το να
εντοπιστεί η
βάση επί της
οποίας
δημιουργήθηκαν
τα υπόλοιπα
ευρωπαϊκά
συστήματα, ως
ζωντανό
απολίθωμα
που είναι. Το
αποκαλώ έτσι,
γιατί
ακόμα και στο
ζωντανό
νεοελληνικό
ρήμα έχουν
αλλάξει
πολλά από την
αρχαιότητα,
με την
εισαγωγή
κυρίως
πλήθους
περιφραστικών
χρόνων.
Το πιο
ιδιότυπο και
μοναδικό
χαρακτηριστικό
του
αλβανικού
ρηματικού
συστήματος
είναι η
λεγόμενη
«έγκλιση
θαυμαστική»,
που θα
ονομαζόταν
παραστατικά
και
«εξαγγελτική».
Η «έγκλιση»
αυτή έχει το
νόημα
κάποιου
εξαγγελτικού
συντελικού
τύπου, ότι
δηλαδή κάτι
είναι
γεγονός,
και
μάλιστα άξιο
θαυμασμού. Το
ιδιαίτερα
σοβαρό στην
περίπτωσή μας
είναι
ότι η
τυπολογία
της εν λόγω
συγκόλλησης
είναι
εκπληκτικά
όμοια με το
αρχαίο
ελληνικό
υποσύστημα
του
παρακειμένου
(/
υπερσυντελίκου)
σε όλο της το
φάσμα, σε
συνδυασμό
μάλιστα με την
όλως ειδική
χρήση του
ίδιου
υποσυστήματος
προκειμένου
για
εξαγγελτικότητα.
Το γεγονός
είναι ότι από την
ιστορία μάς
παραδίδονται
δύο
κοσμοϊστορικά
σπουδαίοι
εξαγγελτικοί
παρακείμενοι,
χωρίς απ’ ό,τι
γνωρίζω να
έχει
ασχοληθεί ή
και απλώς
διερωτηθεί
κανείς γιατί
να είναι
παρακείμενοι
και
όχι αόριστοι:
«Εύρηκα!» και
«Νενικήκαμεν!».
Ας
συγκρίνουμε
μάλιστα
αμέσως τις
δύο
τυπολογίες
με την
εντυπωσιακή
ομοιότητά
τους στις
καταλήξεις,
επιλέγοντας
από τις δύο
γλώσσες
ρήματα
συνώνυμα και
ομόρριζα, το
αλβ. pr(j)es (= κόβω)
και το ελλ. πρίω
(= πριονίζω), με
ορισμένους
τύπους κατά
αρχαϊκότερες
μορφολογίες.
-Prekesha,
prekeshe, prekeshte, prekeshim, prekeshit,
prekeshin.
-Πέπρικα(μ), πέπρικας, πέπρικε, πεπρίκαμεν, πεπρίκατε, πεπρίκαντι.
-Επεπρίκη, επεπρίκεις, επεπρίκει(τ),
επεπρίκε(ι)μεν,
επεπρίκε(ι)τε,
επεπρίκε(ι)σαν.
Εμμέσως
εικάζεται ότι
η ηλικία των
αλβανικών
τύπων
είναι μεγάλη.
Το απολύτως
βέβαιο είναι
πως υπάρχουν
στο
παλαιότερο
σωζόμενο
γραπτό
εκκλησιαστικό
κείμενο της
Αλβανικής
του Buzuku,
χρονολογίας
1555. Η υπόθεσή
μου
δεν
ερευνάται
σε
κανένα από τα
κείμενα που
διαβάζω.
Αντίθετα
υπάρχει
ομοφωνία πως
πρόκειται για
κάτι σαν εκ
των υστέρων
συγκόλληση
κολοβωμένης
μετοχής με το
βοηθητικό kam
(= έχω), γεγονός
που θα τους
έδινε
τόνο
υστερογενή
και θα
καθιστούσε
το μυστήριο
της έκδηλης
ενεστωτικότητας
του πρώτου
ακόμα
πυκνότερο.
Αναφέρονται
μάλιστα ως
ανύπαρκτοι
στα
Αρβανίτικα,
αλλά, κατά
προφορική
μαρτυρία της κ.
Γεωργίας
Μωραΐτη,
σχετική
τυπολογία
λέγεται ή
λεγόταν
πρόσφατα στο
Καζνέσι
Βοιωτίας.
Αν έχω
υποθέσει
σωστά, τότε η
χρονολόγησή
τους
μεταφέρεται
χιλιετίες
πριν. Διότι
πρέπει οι
καταλήξεις
να
προηγήθηκαν
της
δημιουργίας
των αρχαίων
ελληνικών
χρόνων, το δε
συγκολλώμενο
βοηθητικό
να είναι
ακόμα
παλαιότερο.
Γλωσσικά
ανθρώπινα δικαιώματα
(εφημ. «Το Βήμα», 2/3/1997)
του Γιώργου
Μπαμπινιώτη
Καθηγητή
Γλωσσολογίας
και Πρύτανη
του
Πανεπιστημίου
Αθηνών
του Λουκά
Τσιτσιπή
Καθηγητή
Ανθρωπογλωσσολογίας
(εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1995, σσ. 124, 148)
…Βαθμηδόν
οι ομιλητές
μιας μη
στάνταρ
γλώσσας
υιοθετούν
την επίσημη
άποψη ότι η
γλώσσα τους
είναι
κατώτερη,
ελλιπής
γραμματικά,
απλοϊκή, έως
και φτωχή
λεξιλογικά.